Ζημιές κατά τους ελιγμούς πλοίων σε περιορισμένα νερά: Οι κυριότερες αιτίες

0

Του καπτ. Γεώργιου Γεωργούλη

Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση σε περιστατικά που αφορούν σημαντικές ζημιές από επαφές των πλοίων σε σταθερά σημεία κατά τους ελιγμούς σε περιορισμένα νερά, κυρίως εντός των λιμανιών. Στα σταθερά αυτά σημεία περιλαμβάνονται προβλήτες, αποβάθρες, δεξαμενές και εξοπλισμός στην πλευρά της ακτής, όπως οι γερανοί. Οι παραπάνω ζημιές εγείρουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, πολύ μεγάλες αξιώσεις για την επισκευή ή/και την απώλεια χρήσης τέτοιων σημείων. Τα περιστατικά αυτά μπορούν να απειλήσουν την ανθρώπινη ζωή, το θαλάσσιο περιβάλλον (π.χ. ρύπανση από πετρέλαιο από διάρρηξη δεξαμενών) και, φυσικά, το ίδιο το πλοίο.

Οι πλέον κοινές αιτίες για τις επαφές με τα σταθερά αυτά σημεία είναι οι ακόλουθες:

  • Οι επικρατούσες και οι προβλεπόμενες συνθήκες δεν έχουν αξιολογηθεί σωστά. Η επίδραση του ανέμου, της θάλασσας, των ρευμάτων και των παλιρροϊκών συνθηκών στο πλοίο μπορεί να μην έχουν εκτιμηθεί σωστά. Ως αποτέλεσμα, το πλοίο μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες στους ελιγμούς για να κρατηθεί εντός ασφαλών ορίων. Έχει γίνει κακή εκτίμηση των δυνάμεων που επιδρούν στο πλοίο, μπορεί εύκολα να αποδειχθούν μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες, πέρα από τις δυνατότητες του πλοίου και πέρα από τον σχεδιασμό για ασφαλείς ελιγμούς, με τελικό αποτέλεσμα την επαφή και τις συνέπειές της. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι ελιγμοί σε περιορισμένα ύδατα θα πρέπει να αναβάλλονται έως ότου βελτιωθούν οι συνθήκες. Αυτό περιλαμβάνει επίσης περιπτώσεις μειωμένης ορατότητας.
  • Καμία εξοικείωση με την ικανότητα ελιγμών του πλοίου. Ο πλοηγός είναι ο ειδικός για το λιμάνι, καθώς γνωρίζει καλύτερα τα τοπικά ύδατα, ωστόσο ο πλοίαρχος είναι πιο εξοικειωμένος με το πλοίο του και την ικανότητα των ελιγμών του. Είναι σημαντικό λοιπόν να παρέχονται όλες οι πληροφορίες σχετικά με την ικανότητα ελιγμών του πλοίου στην ανταλλαγή πληροφοριών πλοιάρχου-πλοηγού, πέρα από την κάρτα πλοηγού, ώστε να διασταυρώνεται η κατανόηση των πληροφοριών εκατέρωθεν. Η επίδραση των αλλαγών στο βύθισμα του σκάφους, στην επένδυση και τα χαρακτηριστικά του ανέμου πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη όταν συζητούνται τα χαρακτηριστικά του στην ικανότητα ελιγμών.
  • Κανένα συμφωνημένο σχέδιο ελιγμών. Η διαδικασία ελιγμών του πλοίου όταν βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από σταθερά σημεία συχνά δεν σχεδιάζεται ή/και συμφωνείται εκ των προτέρων εντός της ομάδας γέφυρας ή/και με αυτόν που θα τους εκτελέσει. Αυτό δεν αφορά μόνο τη θέση του πλοίου, αλλά και άλλα σταθερά σημεία, από τα οποία θα περάσει το σκάφος σε πολύ κοντινή απόσταση. Συχνά, δεν δίνεται αρκετός χρόνος για να εξεταστεί το πώς το πλοίο αναμένεται να συμπεριφερθεί, δεδομένης της ικανότητας ελιγμών για τις επικρατούσες συνθήκες.
  • Κακή εκτέλεση ελιγμών. Ακόμη και οι καλύτεροι χειριστές πλοίων κατά καιρούς κάνουν λάθη, αν και ίσως προκαλεί έκπληξη το πόσο πολύ λάθος σε ορισμένες περιπτώσεις. Η υπερβολική ταχύτητα είναι ένας κοινός παράγοντας, όπως και το λάθος του πιλότου αλλά και των μελών της ομάδας της γέφυρας, οι οποίοι μπορεί να είναι απρόθυμοι να διορθώσουν τα λάθη που κάνει ο πιλότος. Επίσης, η κακή επικοινωνία με ρυμουλκά, τον τερματικό σταθμό και τα πληρώματα πρόσδεσης, που οδήγησε σε παρεξηγήσεις, είναι επίσης παράγοντες που συνέβαλαν στις δυσάρεστες επαφές. Ακόμη και όταν έχει συμφωνηθεί ένα σχέδιο ελιγμών, αυτό μπορεί να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες που προέκυψαν. Ειδικότερα, οι αλλαγές στον άνεμο και οι κινήσεις άλλων σκαφών συχνά δημιουργούν προβλήματ
  • Απώλεια ικανότητας ελιγμών. Η απώλεια των μηχανών, πρόωσης, συστήματος διεύθυνσης ή μηχανών διεύθυνσης είναι, ίσως παραδόξως, ο λιγότερος συχνός παράγοντας από αυτούς που αναφέρθηκαν παραπάνω. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου έχει συμβεί μια τέτοια απώλεια αμέσως πριν/μετά την επισκευή των συστημάτων ελιγμών. Οι έλεγχοι, πριν από τον απόπλου και πριν από την άφιξη, των συστημάτων ελιγμών είναι σημαντικοί, ειδικά μετά από μακρύ ταξίδι ή περίοδο ακινησίας. Λιγότερο προφανείς παράγοντες συνιστούν η βύθιση της πλώρης ή/και η αλληλεπίδραση. Αν και η απώλεια της ικανότητας ελιγμών θα κάνει αναπόφευκτα την επαφή πολύ πιθανή, μια λύση μπορεί να είναι τα γυμνάσια για τη δοκιμή εφεδρικών συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των αγκυρών του πλοίου, οι οποίες πρέπει να είναι σε κατάσταση ετοιμότητας πριν από την είσοδο του πλοίου στο λιμάνι.
    Είναι καλύτερα να ματαιώνεται ο ελιγμός και να γίνεται δεύτερη προσπάθεια παρά να αποτύχετε στην πρώτη. Κατά τη διάρκεια των γυμνασίων και των δοκιμών εξοπλισμού πριν από την άφιξη, ο πλοίαρχος θα πρέπει να διασφαλίσει ότι το πλήρωμα είναι σε θέση να ανταποκριθεί ανά πάσα στιγμή σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης που σχετίζεται με ελιγμούς. Τα καθήκοντα πρέπει ανατίθενται σε εξειδικευμένο προσωπικό και ο πλοίαρχος θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι διαδικασίες είναι πλήρως κατανοητές από όλους τους εμπλεκομένους. Η αποτελεσματική και σαφής επικοινωνία είναι απαραίτητη. Ο πλοίαρχος, όταν νιώθει από την αρχή ότι το πλοίο δεν ανταποκρίνεται στις εντολές και στις δυνάμεις που ασκεί μέσω των συστημάτων (μηχανές, πηδάλια, bow thrusters), πρέπει αμέσως και εγκαίρως να ματαιώνει την προσέγγιση, προτού θέσει την ασφάλεια του πλοίου σε κίνδυνο.

Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Απριλίου 2023 των Ναυτικών Χρονικών.