Αριστοτέλης Ωνάσης: από τη Σμύρνη, στην Αργεντινή και τον εφοπλισμό

0

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ανήκε στις κορυφαίες μορφές όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου εφοπλισμού. Είναι ένας από εκείνους τους διεθνείς επιχειρηματίες που διαμόρφωσαν τη νέα εποχή εφοπλιστικού ομίλου την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Το 1976, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, ο όμιλος εταιρειών Ωνάση βρισκόταν στην κορυφή των 10 μεγαλύτερων εταιρειών δεξαμενοπλοίων του κόσμου. Ο κόσμος είχε αλλάξει δραματικά από το 1930, όταν οι μεγαλύτερες εταιρείες ήταν διεθνείς κολοσσοί που ανήκαν σε Βρετανούς επιχειρηματίες που είχαν χρηστεί λόρδοι. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η οικονομική κρίση του 1930, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η αποαποικιοποίηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας χτύπησαν τους παραδοσιακούς βρετανικούς ναυτιλιακούς ομίλους. Η κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια οικονομία, η τεράστια άνοδος της διεθνούς οικονομίας και του παγκόσμιου εμπορίου πετρελαίου μεταξύ 1945 και 1973 έφερε μεγάλες ανακατατάξεις στην παγκόσμια ναυτιλία. Η μεταμόρφωση του διεθνούς σκηνικού άνοιξε τον δρόμο για νέες ναυτιλιακές πρακτικές, νέους επιχειρηματίες της θάλασσας. Τα καινούργια πρόσωπα στην παγκόσμια μεταπολεμική ναυτιλία ήταν πλέον Έλληνες, Νορβηγοί, Ιάπωνες, Αμερικανοί. Όμως, όπως έγραψε και ο επιφανής ιστορικός των επιχειρήσεων Michael Miller, οι «movers and shakers in tankers» ήταν οι Έλληνες και ανάμεσα στους πρωτοπόρους που άνοιξαν τον δρόμο ο Αριστοτέλης Ωνάσης.

Η πρώτη επιχειρηματική περίοδος: Έμπορος καπνών, 1924-32

Πίσω από το ταλέντο ενός σημαντικού επιχειρηματία υπάρχουν συνήθως ευρύτεροι κοινωνικοί και επιχειρηματικοί παράγοντες. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, Αρίστος ή Άρης για την οικογένειά του και τους φίλους του, ήταν γιος ενός εύπορου εμπόρου της Σμύρνης. Η Σμύρνη στις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν η μεγαλύτερη εξαγωγική πόλη-λιμάνι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια κοσμοπολίτικη πόλη όπου Έλληνες, Βρετανοί, Γάλλοι, Αμερικανοί και άλλοι συνυπήρχαν και συνεργάζονταν. Eίχε μόλις αποφοιτήσει από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, το καλύτερο ελληνικό σχολείο της πόλης, όταν, λόγω του Ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) και της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οικογένειά του μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα. Ο ίδιος παρέμεινε στην Αθήνα μόλις ένα χρόνο πριν ανεβεί στο πλοίο για την Αργεντινή, το 1923, σε ηλικία είκοσι ετών.

Όταν ο Ωνάσης έφτασε στο Μπουένος Άιρες, 6.000 Έλληνες μετανάστες ήταν ήδη εγκατεστημένοι εκεί, εκ των οποίων αρκετοί είχαν πλουτίσει και δημιουργήσει επιτυχημένες επιχειρήσεις οινοποιείων, κατασκευής ταπήτων και τσιγάρων από τα καπνά της Κούβας. Το κύριο εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η σταφίδα και μετά το 1922 έγιναν τα καπνά. Αντιλαμβανόμενος την άνοδο των εξαγωγών των ελληνικών καπνών, ο Ωνάσης έκανε την πρώτη του σωστή επιχειρηματική απόφαση. Ασχολήθηκε με το εμπόριο καπνού σε συνεργασία με τον πατέρα του μεταφέροντας την τεχνογνωσία από την ανατολική Μεσόγειο στον νοτιοδυτικό Ατλαντικό.

Άνοιξε γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών το φθινόπωρο του 1924 μετά την άφιξη και των εξαδέλφων του, πρώτα του Νίκου Κονιαλίδη και μετά του Κώστα Κονιαλίδη. Η πρώτη του εταιρεία εμφανίζεται ως Aristotle Onassis, Import-Export, 25 de Mayo Street, αριθμός 340, Μπουένος Άιρες. Η αντίστοιχη εταιρεία βρισκόταν στην οδό Σωτείρας 4 στον Πειραιά με την επωνυμία «Σωκράτης και Όμηρος Ωνάσης», από τα ονόματα του πατέρα και του θείου του. Η επιχείρηση πήγε πολύ καλά την επόμενη δεκαετία με την εισαγωγή ανατολίτικων καπνών στην Αργεντινή. Σύμφωνα με δική του μαρτυρία, από «15 δεματάκια ετησίως το 1924 έφτασα αισίως το 1934 σε 15.000 δέματα ετήσια εισαγωγή Εγγύς Ανατολής και πάσης άλλης προελεύσεως».

Τα ανατολίτικα καπνά ήταν ελαφρύτερα από τα κουβανέζικα. Ο Ωνάσης στόχευσε στον όλο και αυξανόμενο αριθμό των γυναικών καπνιστριών – ένα φαινόμενο που είχε προκύψει από την ανερχόμενη χειραφέτηση των γυναικών στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Με αυτόν τον τρόπο προχώρησε και στη δημιουργία μικρής βιοτεχνικής μονάδας κατασκευής τσιγάρων, των Primeros και Οσμάν, με χρυσό φίλτρο για να είναι ελκυστικά στις γυναίκες. Όπως κάθε πρωτοπόρος επιχειρηματίας, ο Ωνάσης δημιούργησε ζήτηση αποβλέποντας στη «niche» αγορά των γυναικών καπνιστριών.

Διέκρινε, επίσης, τη μεγάλη σημασία ανάπτυξης δεσμών με τους πολιτικούς στη χώρα φιλοξενίας και στη χώρα προέλευσης. Από το 1925 ξεκινά συχνά ταξίδια στην Ελλάδα. Στην αρχή της διεθνούς κρίσης ο Ωνάσης προσέγγισε την κυβέρνηση Βενιζέλου, και πιο συγκεκριμένα το 1929 τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο. Διορίστηκε αναπληρωτής πρόξενος της Ελλάδας στο Μπουένος Άιρες το 1931, δημιουργώντας κύμα αντιδράσεων από την καθεστηκυία ομάδα επιφανών Ελληνοαργεντίνων εμπόρων και βιομηχάνων. Ο Ωνάσης παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 1936, οπότε αντικαταστάθηκε από τον Νίκο Κονιαλίδη. Και οι δύο έχασαν την ισχύ τους το 1938, όταν το προξενείο αναβαθμίστηκε σε πρεσβεία και ο διπλωμάτης Βασίλειος Δενδραμής τοποθετήθηκε ως ο πρώτος πρέσβης της Ελλάδας στην Αργεντινή. Ο Δενδραμής αποδείχτηκε άγριος εχθρός του Ωνάση, παρεμβαίνοντας την επόμενη δεκαετία σε όλες τις σχέσεις του με την ελληνική κυβέρνηση.

Το 1932, μετά το θάνατο του πατέρα του και την πτώση των εισαγωγών καπνών στην Αργεντινή, ο Ωνάσης πήρε την επιχειρηματική απόφαση που καθόρισε την επιχειρηματική του ζωή. Διακρίνοντας τις τεράστιες ευκαιρίες που παρείχε η ναυτιλία επένδυσε σε αυτήν τη χειρότερη στιγμή της αγοράς των ναύλων και την καλύτερη για αγορά πλοίων. Η απόφαση για την είσοδο στη ναυτιλία δεν ήταν ξαφνική. Από δύο ελληνικά ατμόπλοια στο Μπουένος Άιρες στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο αριθμός τους είχε αυξηθεί στα 400 στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ως πρόξενος ο Ωνάσης βρισκόταν στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες καθημερινά για να συναλλάσσεται με Έλληνες εφοπλιστές, ναυτικούς, πράκτορες και προμηθευτές, ενώ πέρασε μήνες «μαθητείας» στα ελληνικά γραφεία του Λονδίνου.

Σε αυτήν την πρώτη περίοδο της επαγγελματικής του καριέρας ο Αριστοτέλης Ωνάσης απέκτησε γνώσεις για τη διεξαγωγή διεθνών επιχειρήσεων ταξιδεύοντας διαρκώς (όπως αποδεικνύει η βάση δεδομένων αφίξεων επιβατών υπερωκεανίων του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες) ανάμεσα σε Αμερική και Ευρώπη, δημιούργησε και άδραξε επιχειρηματικές ευκαιρίες με αποτελεσματική δικτύωση σε πολιτικό και επιχειρηματικό επίπεδο.

Η είσοδος στον εφοπλισμό, 1932-46

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν διέθετε ένα εκατομμύριο δολάρια το 1931, όπως ισχυρίζονται πολλοί βιογράφοι του. Είχε σίγουρα ένα κεφάλαιο τουλάχιστον £50.000 (ή $200.000), σημαντικό ποσό για επενδύσεις στη ναυτιλία. Όταν αγόρασε τα πρώτα του δύο ατμόπλοια μέσω του ναυτιλιακού γραφείου των αδελφών Δρακούλη στο Λονδίνο, οι ναύλοι, και αντιστοίχως οι τιμές των πλοίων, βρίσκονταν στο ναδίρ. Τα δύο πλοία αγοράστηκαν το 1932 για $13.125 έκαστο και τους έδωσε την ονομασία των γονιών του, «Socratis Onassi» και «Pinelopi Onassi». Το 1934 αγόρασε το «Maria Onassi», δίνοντας το όνομα της αδελφής του πατέρα του και μητέρας των Κονιαλίδη για 33.100 pesos ($9.735 ή £1.947) από την ουρουγουανή κυβέρνηση. Το πλοίο αυτό στο δρόμο προς τη Γένοβα προσάραξε στα ανοιχτά της Κορσικής και χαρακτηρίστηκε ολική απώλεια. Ο Ωνάσης εισέπραξε ασφάλεια της τάξεως των £19.000 ($94.430) το 1936, αφού στο μεταξύ οι τιμές των πλοίων είχαν απογειωθεί.

Ήταν ο Κώστας Γράτσος, ένας παραδοσιακός εφοπλιστής από την Ιθάκη, ανιψιός των αδελφών Δρακούλη, που τον μύησε στον παραδοσιακό ελληνικό εφοπλισμό και του άνοιξε τον δίαυλο επικοινωνίας με τους ναυτικούς της Ιθάκης, οι οποίοι έκτοτε αποτέλεσαν τη βασική πηγή άντλησης ναυτικών και στελεχών για την εταιρεία του. Ο Γράτσος παρέμεινε το δεξί του χέρι στη ναυτιλία στο υπόλοιπο της ζωής του. Η εκμετάλλευση των ατμοπλοίων σε μια περίοδο ανερχόμενων ναύλων τού εξασφάλισε καλά κέρδη στις ρότες του Ατλαντικού ώστε να στραφεί σε μιαν άλλη αγορά που καθόρισε την πορεία του, τα δεξαμενόπλοια. Ήταν οι Νορβηγοί αυτή τη φορά που τον οδήγησαν σε αυτήν την αγορά. Ο Ωνάσης γνώρισε στη διάρκεια αυτών των χρόνων σημαντικούς Νορβηγούς εφοπλιστές με τους οποίους διατήρησε στενούς επαγγελματικούς και φιλικούς δεσμούς τις επόμενες δεκαετίες, και ειδικά με τον Anders Jahre.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν ο πρώτος Έλληνας εφοπλιστής που διέκρινε την άνοδο της εμπορίας πετρελαίου και τη σημασία των δεξαμενοπλοίων και προχώρησε σε παραγγελία τους σε ναυπηγεία. Μεταξύ 1936 και 1942 έχτισε τρία δεξαμενόπλοια, το «Ariston» (10.227 κοχ), που καθελκύστηκε το 1938, το «Aristophanes» (10.224 κοχ) το 1940 και το «Buenos Aires» (11.106 κοχ) το 1942 στα ναυπηγεία Götaverken του Göthenburg της Σουηδίας. Τα πλοία που έπλευσαν υπό σουηδική σημαία κόστισαν περίπου £100.000 ($497.000) το καθένα και χρηματοδοτήθηκαν με μακροπρόθεσμο δάνειο και χαμηλό επιτόκιο από τα ναυπηγεία. Το «Ariston» χρονοναυλώθηκε για εννέα χρόνια από την Tidewater Oil Company για μεταφορά πετρελαίου. Με αυτόν τον τρόπο εγκαινιάστηκε η μακρόχρονη σχέση του Ωνάση με τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες και τους μεγαλοεπιχειρηματίες τους όπως ο J. Paul Getty. Η αγορά νεόκτιστων πλοίων τελευταίας τεχνολογίας με τη συγχρηματοδότηση των ναυπηγείων ήταν μια άλλη αποφασιστική επιχειρηματική κίνηση εκ μέρους του, που αποδείκνυε τη διορατικότητά του για την τάση των αγορών και τη ροπή του για αποφάσεις που ενείχαν επιχειρηματικό κίνδυνο.

Ωνάσης2

Ο πόλεμος έφερε ευκαιρίες, αλλά και προβλήματα. Από τη μία πλευρά ο Ωνάσης κατάφερε να αποκτήσει υψηλά κέρδη από την πώληση των «Socratis Onassi» και «Pinelopi Onassi» στους Ιάπωνες, το 1940, για $100.000 έκαστο (ή £24.4800), σχεδόν επταπλάσιο ποσό από εκείνο που είχε πληρώσει οκτώ χρόνια πριν. Από την άλλη, η ουδέτερη Σουηδία απαγόρεψε την εξαγωγή πλοίων από τα σουηδικά ναυπηγεία. Για να αποκτήσει το «Aristophanes», ο Ωνάσης εξόφλησε τα δάνειά του στους Σουηδούς και ανήρτησε νορβηγική σημαία φτιάχνοντας μια νορβηγική εταιρεία με τον Anders Jahre. Στη συνέχεια, από την κρατική Nortraship που διαχειριζόταν τον επιταγμένο νορβηγικό στόλο διεκδίκησε, και έπειτα από διαπραγματεύσεις εξασφάλισε, $800.000 για να τους αφήσει τη διαχείριση του πλοίου. Τα άλλα δύο πλοία τού επιστράφηκαν από τους Σουηδούς μετά τον πόλεμο. Με το κεφάλαιο από τους Νορβηγούς αγόρασε το 19 ετών δεξαμενόπλοιο «Calliroy» για $1.050.000 και το 27 ετών δεξαμενόπλοιο «Antiope» για $500.000, στα οποία ανήρτησε την παναμαϊκή σημαία. Τον Ιούλιο του 1942 χρονοναύλωσε και τα δύο πλοία στη Ναυτιλιακή Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών (US War Shipping Administration) για τις ανάγκες του αμερικανικού εξωτερικού εμπορίου, κυρίως στον Ειρηνικό ωκεανό.

Ο Ωνάσης εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη το 1942, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου. Στο διάστημα αυτό πηγαινοερχόταν μεταξύ ανατολικής και δυτικής ακτής πάντα σε συνεργασία για τη διαχείριση των πλοίων του με τον Νίκο Κονιαλίδη και τον Κώστα Γράτσο, που ήταν εγκατεστημένος στο Σαν Φρανσίσκο. Το τέλος του πολέμου έφερε στη ναυτιλιακή αγορά μια άνευ προηγουμένου προσφορά φθηνών πλοίων μαζικής αμερικανικής ναυπήγησης. Οι τεράστιες απώλειες των συμμάχων τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου ανέδειξαν επιτακτική την ανάγκη ναυπήγησης μεγάλου αριθμού φορτηγών πλοίων. Μεταξύ των χρόνων 1941 και 1945 η Ναυτιλιακή Επιτροπή των Ηνωμένων Πολιτειών αποδύθηκε στα πιο μαζικά ναυπηγικά προγράμματα που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Η Ναυτιλιακή Επιτροπή, που είχε ιδρυθεί το 1936 με σκοπό την ανάπτυξη του αμερικανικού στόλου, υπό τον ναύαρχο Emory Scott Land, ναυπήγησε περίπου 6.000 πλοία όλων των τύπων, με τον πιο δημοφιλή τύπο πλοίου, το πλοίο «Λίμπερτυ» αλλά και τα δεξαμένοπλοια Τ2. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν, τον Μάρτιο 1946, να πουλήσουν τα δύο τρίτα αυτού του στόλου σε εγχώριους και ξένους εφοπλιστές στο μισό της τιμής τους.

Έχοντας χάσει πάνω από τα δύο τρίτα του στόλου τους, οι Έλληνες ήταν ανάμεσα στους πρώτους που αγόρασαν πλοία Λίμπερτυ. Επιπλέον, στις 9 Απριλίου 1946, η ελληνική κυβέρνηση εγγυήθηκε την αγορά 100 πλοίων Λίμπερτυ από Έλληνες εφοπλιστές με μόνη υποχρέωση να αναρτήσουν την ελληνική σημαία. Στις 27 Φεβρουαρίου 1948, ύστερα από πιέσεις αμερικανικών ναυτιλιακών συμφερόντων το Κογκρέσο πέρασε συμπληρωματική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία οι πωλήσεις πλοίων πολεμικής κατασκευής θα συνεχίζονταν μόνο για Αμερικανούς πολίτες για ένα χρόνο μόνο ακόμη. Είναι ακριβώς αυτήν την περίοδο που ο Αριστοτέλης Ωνάσης μαζί με άλλους σημαντικούς Έλληνες εφοπλιστές όπως ο Σταύρος Λιβανός, ο Σταύρος Νιάρχος, ο Μανώλης Κουλουκουντής, οι αδελφοί Γουλανδρή και άλλοι συνέχιζαν να αγοράζουν αμερικανικά πλοία με εικονικές αμερικανικές εταιρείες, τις οποίες δημιούργησαν με τη συνεργασία Αμερικανών δικηγόρων, πολιτικών και τραπεζιτικών.

Η περίοδος έως το 1954 θα σηματοδοτήσει την επιχειρηματική απογείωση του Ωνάση.

 

Απόσπασμα από το κείμενο της Τζελίνας Χαρλαύτη, καθηγήτριας Ναυτιλιακής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, που δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση των “Ναυτικών Χρονικών”: Το ελληνικό ναυτιλιακό παράδειγμα. Ηγετικές μορφές του ελληνικού εφοπλισμού κατά τον 20ό αιώνα, Gratia Eκδοτική, Αθήνα 2015, σ. 65-85.

ΕΝΠ