ΑΕΝ/Π Κύμης

Ιδρύθηκε το 1955 με πρωτοβουλία του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και του τότε Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, με καταγωγή από την Κύμη, Γεωργίου Βογιατζή.

Η Α.Ε.Ν./Π Κύμης βρίσκεται στο ανατολικότερο άκρο της Εύβοιας, στην πόλη της Κύμης, σε απόσταση 500 μέτρων από το λιμάνι.

Είναι αποκλειστικά σχολή Πλοιάρχων και παρέχει στους σπουδαστές της δυνατότητα εσωτερικής φοίτησης.

Στοιχεία Επικοινωνίας με την ΑΕΝ/Π Κύμης

7558218

Διεύθυνση: Παραλία Κύμης, Τ.Κ. 34003
Τηλέφωνο: 22220 – 22602
Fax: 2222022167
Ιστοσελίδα ΑΕΝ/Π Κύμης: https://aenkimis.weebly.com/
Email: 
aenkimis@hcg.gr

 

 

Ιστορική Αναδρομή

Η Κύμη αποκτά την τρίτη σχολή πλοιάρχων της Ελλάδας (1951-1980)

Η Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού της Κύμης ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεωργίου Βογιατζή, ο οποίος ασκούσε τα καθήκοντα του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και είχε καταγωγή από την Κύμη της Εύβοιας. Επρόκειτο για την τρίτη δημόσια σχολή ναυτικής εκπαίδευσης που αποκτούσε η χώρα, μετά από εκείνες της Ύδρας και του Ασπροπύργου, και ήταν αποκλειστικά σχολή πλοιάρχων.

Στην πραγματικότητα η απόφαση ίδρυσης της σχολής πλοιάρχων της Κύμης, όπως και των σχολών πλοιάρχων και μηχανικών του Ασπροπύργου, ήρθε σε εφαρμογή των διατάξεων του Αναγκαστικού Νόμου 1864/51. Σύμφωνα με τον ΑΝ, θα αξιοποιείτο μέρος των πλεονασμάτων του Ασφαλιστικού Οργανισμού Κινδύνων Πολέμου, περίπου 200.000 λίρες Αγγλίας, «διά την ανέγερσιν νέων Δημοσίων Σχολών Πλοιάρχων και Μηχανικών, αρτιώτατα διά παντός συγχρόνου μέσου εξωπλισμένων». Για τον σκοπό αυτόν αποφασίστηκε η επιπλέον αξιοποίηση ποσού 45.000 λιρών Αγγλίας, που προερχόταν από τις εισφορές των Ελλήνων πλοιοκτητών-αγοραστών των πλοίων Λίμπερτυ, καθώς «και δωρεαί εφοπλιστών συμποσούμεναι εις 50.000 δολλαρίων περίπου».

ΑΕΝ Κύμης

Η σχολή πλοιάρχων ΕΝ της Κύμης.
[Προσωπικό αρχείο Δημητρίου Ν. Κωττάκη, ιδρυτή των Ναυτικών Χρονικών]

Τόσο το συγκρότημα του Ασπροπύργου όσο και η σχολή της Κύμης ήρθαν να καλύψουν τις μεγεθυνόμενες απαιτήσεις της ελληνικής ναυτιλίας σε ποιοτικά εκπαιδευμένο έμψυχο δυναμικό, με δεδομένο πως μετά την απόκτηση των «ευλογημένων πλοίων», των Λίμπερτυ, ο ελληνόκτητος στόλος εισερχόταν, τη δεκαετία του 1950 και κυρίως από το 1954 και έπειτα, σε φάση ραγδαίας ανάπτυξης και υπήρχε μεγάλη ανάγκη για καλά καταρτισμένους πλοιάρχους. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε το 1955 ο εκδότης των Ναυτικών Χρονικών, Δημήτρης Κωττάκης, υπήρχε μεγάλη ανάγκη για πλοιάρχους που θα μπορούσαν να κινήσουν επαρκώς «τα πλοία, τα νεότευκτα, τα υπερτέλεια  το εν μετά το άλλο καθελκύονται». Την ίδια άποψη εξέφραζαν σε επιστολές τους προς τα Ναυτικά Χρονικά και μέλη της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας, που σημείωναν πως «ριζικά χρειάζονται μέτρα διά να αντιμετωπίσωμεν την επιτακτικήν ανάγκην πληρωμάτων καλώς κατηρτισμένων. Με τας σχολάς του Ασπροπύργου το ζήτημα δεν επιλύεται. Είκοσι και τριάντα, έστω, απόφοιτοι αυτών μετά τριετίαν δεν ημπορούν να πληρώσουν τα κενά». Έτσι, λοιπόν, η ίδρυση μίας ακόμα σχολής αποτελούσε υποχρεωτική επιλογή για το ελληνικό κράτος, που είχε λάβει την απόφαση ενίσχυσης της ελληνικής ναυτιλίας, στο μέτρο βέβαια των δυνατοτήτων του προϋπολογισμού του.

Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι την απόφαση για ίδρυση της σχολής της Κύμης αντιμετώπισαν, αρχικώς, με κάποιον σκεπτικισμό παράγοντες της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας. Για παράδειγμα, η Ένωσις Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού σε υπόμνημά της προς το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, στα τέλη του 1955, ανέφερε πως οι σχολές του Ασπροπύργου ήταν σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες για ποιοτική εκπαίδευση των νέων Ελλήνων ναυτικών και ότι δεν ήταν αναγκαία η ίδρυση νέων σχολών, και μάλιστα σε επαρχιακές πόλεις, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος να μην προσέρχονται σε αυτές ούτε μαθητές ούτε καθηγητές και «εις την πρώτην, την μη αποκλειομένην κρίσιν της Ναυτιλίας, θα μείνωμεν με τα έξοδα και τα… κτίρια». Έμμεση κριτική για την απόφαση ίδρυσης της σχολής στην Κύμη ασκήθηκε, όμως, και από τον Κασιώτη πλοιοκτήτη Νικόλαο Β. Ρεθύμνη, μία από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ναυτιλίας. Ο Νικόλαος Ρεθύμνης, τον Απρίλιο του 1957, μόλις λίγους μήνες μετά την έναρξη λειτουργίας της σχολής της Κύμης, από τη Νέα Υόρκη όπου βρισκόταν, θα αποστείλει επιστολή προς τον Δημήτρη Κωττάκη και τα Ναυτικά Χρονικά ασκώντας κριτική στην ελληνική κυβέρνηση και στο ΥΕΝ, σημειώνοντας πως, ενώ για το δικό του αίτημα προς ίδρυση «παγκυκλαδικής ναυτικής σχολής εις την Σύρον» το κράτος απαιτούσε αυτό να υλοποιηθεί αποκλειστικά με εφοπλιστικές δωρεές, στον αντίποδα «διά την απρόσφορον Κύμην τα πάντα από τον Δημόσιον Προϋπολογισμόν και το πτωχόν Κεφάλαιον Ναυτικής Εκπαιδεύσεως κατεβλήθησαν». Και ο Νικόλαος Ρεθύμνης έκλεινε την επιστολή του διερωτώμενος: «Πρόκειται ή δεν πρόκειται περί απογοητευτικής αντινομίας;».

Κριτική όμως ασκούσαν και τα Ναυτικά Χρονικά προς την τότε κυβέρνηση και κυρίως προς το πρόσωπο του υπουργού Ναυτιλίας, σημειώνοντας πως η ανέγερση της σχολής στην Κύμη με κρατικές δαπάνες και με αξιοποίηση πόρων από το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης είχε γίνει για μικροπολιτικούς λόγους από τον Γεώργιο Βογιατζή, εγκαλώντας τον υπουργό για κομματικές επιδιώξεις στην εκλογική του περιφέρεια. Εν τέλει, όμως, η σχολή θα δημιουργηθεί και θα αποδειχτεί άκρως παραγωγική.

Η πρώτη προκήρυξη του διαγωνισμού για την εισαγωγή μαθητών στη Δημόσια Σχολή Ναυτικής Εκπαίδευσης της Κύμης, καθώς και στις σχολές της Ύδρας και του Ασπροπύργου, πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1956, όπως έγραφαν τα Ναυτικά Χρονικά. Σύμφωνα με αυτήν, η σχολή της Κύμης θα δεχόταν συνολικά τριάντα σπουδαστές. Ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης οριζόταν η 1η Αυγούστου του ίδιου έτους, ως ημερομηνία των εξετάσεων η 1η Σεπτεμβρίου, ενώ ως τόπος διεξαγωγής των εξετάσεων η Αθήνα ή ο Πειραιάς. Για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων στις εξετάσεις, πέραν των αναγκαίων δικαιολογητικών, ήταν απαραίτητη και η καταβολή 200 δραχμών «δι’ εξέταστρα και πάσης φύσεως έξοδα διενεργείας των εξετάσεων». Να σημειωθεί πως η φοίτηση, όπως και στη σχολή πλοιάρχων του Ασπροπύργου, ήταν διετής, ενώ «οι ευδοκίμως αποφοιτώντες της Σχολής Πλοιάρχων ονομάζονται δόκιμοι πλοίρχοι, μετά διετή δε θαλασσίαν υπηρεσίαν, αποκτωμένην μετά την αποφοίτησίν των εκ των Σχολών, λαμβάνουν το δίπλωμα του πλοιάρχου γ΄ τάξεως, κατόπιν ειδικών εξετάσεων». Από τη σχολή της Κύμης οι πρώτοι σπουδαστές θα αποφοιτήσουν το 1958.

Στα τέλη Αυγούστου, πια, το κτίριο της σχολής της Κύμης ήταν πραγματικότητα. Τα Ναυτικά Χρονικά στο φύλλο της 1ης Σεπτεμβρίου 1956 γράφουν χαρακτηριστικά: «Επιβλητικόν με όλας τας ανέσεις ενός απολύτως συγχρονισμένου διδακτηρίου, υψούται ήδη το κτίριον ένθα θα εγκατασταθή η άρτι ιδρυθείσα σχολή Πλοιάρχων της Κύμης. […] Είναι τω όντι η Σχολή Πλοιάρχων της Κύμης από τα ολίγα συγχρονισμένα διδακτήρια, τα οποία διαθέτει εις την ύπαιθρον η ελληνική παιδεία».

Οι κτιριακές εγκαταστάσεις παραδόθηκαν από τον εργολάβο τον Οκτώβριο του 1956. Βέβαια, τα επίσημα εγκαίνια της σχολής θα πραγματοποιηθούν αρκετούς μήνες μετά την εισαγωγή των πρώτων σπουδαστών. Συγκεκριμένα, όπως σημειώνουν τα Ναυτικά Χρονικά στο φύλλο της 15ης Απριλίου του 1958, την «Κυριακήν 27ην τρέχοντος μηνός Απριλίου [1958], θα τελεσθούν εν Κύμη τα εγκαίνια του αποπερατωθέντος κτιρίου της εκεί Δημοσίας Σχολής Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού». Αξίζει να σημειωθεί πως έως τότε και ενώ οι σπουδαστές που εισάγονται σε Ύδρα και Ασπρόπυργο «ενδιαιτώνται εντός των Σχολών, διατρέφονται και κοιτωνίζονται επιμελεία αυτών», στη σχολή της Κύμης, λόγω μη πλήρους αποπεράτωσης των κτιριακών υποδομών και προς κάλυψη των επιτακτικών αναγκών ενδιαίτησης και διδασκαλίας των σπουδαστών, είχε παραχωρηθεί πτέρυγα του «Δεσποτικού», ιδιοκτησίας της οικογένειας Μυλωνοπούλου, που μέχρι τότε λειτουργούσε ως ορφανοτροφείο. Ένα γεγονός που είχε προκαλέσει την έντονη αντίδραση των τότε σπουδαστών της σχολής. Σε άρθρο του στα Ναυτικά Χρονικά τον Ιανουάριο του 1957 ο τότε πλωτάρχης ΛΣ Ελ. Γεωργαντόπουλος, ένας από τους καλύτερους γνώστες των θεμάτων της ναυτικής εκπαίδευσης, γράφει πως «η Σχολή [της] Κύμης δεν έχει οικοτροφείον και δύναται [ως εκ τούτου] να εκπαιδεύη μέχρι 40 μαθητάς κατ’ έτος». Μάλιστα, για το εκπαιδευτικό έτος 1957-1958, λόγω έλλειψης σχετικών πιστώσεων από το κράτος «και λόγω της απουσίας κάθε εφοπλιστικού ενδιαφέροντος», θα εισάγονταν συνολικά σε Ύδρα, Ασπρόπυργο και Κύμη όχι 250 σπουδαστές, όπως θα ήταν δυνατό, αλλά λιγότεροι από εκατόν τριάντα.

2402022_orig

Σπουδαστές της Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού Κύμης  (1957-1958). Φωτογραφία: Α.Ε.Ν. Κύμης.

Η νεοϊδρυθείσα σχολή της Κύμης όμως είχε να υπερπηδήσει και άλλα εμπόδια, πέραν των πλημμελών κτιριακών εγκαταστάσεων. Ένα από τα σημαντικότερα ήταν η εξεύρεση του κατάλληλου διδακτικού προσωπικού. Όπως ίσχυε και στην περίπτωση της σχολής της Ύδρας, έτσι και στην Κύμη η μεγάλη απόσταση που «χώριζε» τη σχολή από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά και η δυσκολία των μετακινήσεων αποτελούσαν τροχοπέδη για όσους δασκάλους θα ήθελαν να επιλέξουν την Κύμη ως τόπο επαγγελματικής σταδιοδρομίας αλλά και μόνιμης εγκατάστασης για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Το μόνο ισχυρό κίνητρο που θα μπορούσε να δοθεί ήταν μια αύξηση των αμοιβών των καθηγητών, όπως υποστήριζαν τα Ναυτικά Χρονικά. Άλλο σημαντικό ζήτημα ήταν αυτό της απρόσκοπτης υδροδότησης της σχολής, το οποίο δεν θα λυθεί παρά μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Επιπρόσθετα, για τη στήριξη της άρτιας καθημερινής λειτουργίας της σχολής και τη βελτίωση της υλικοτεχνικής της υποδομής απουσίαζαν ικανοί χρηματικοί πόροι.

Προς αντιμετώπιση λοιπόν όλων αυτών των ζητημάτων, που σαφώς αποδίδονταν στην έλλειψη επαρκών χρηματοδοτικών πόρων από πλευράς κρατικού προϋπολογισμού αλλά και Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαιδεύσεως, εκπρόσωποι της ελληνικής πλοιοκτητικής κοινότητας, όπως ήταν ο Ιωάννης Σ. Κουμάνταρος, ζητούσαν με επιστολές τους, που φιλοξενούνταν συχνά στα φύλλα των Ναυτικών Χρονικών, να συνδράμουν οι Έλληνες πλοιοκτήτες ενισχύοντας περαιτέρω το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαιδεύσεως. Για τον Ιωάννη Κουμάνταρο ήταν σαφές ότι, καθώς το κράτος αδυνατούσε να ενισχύσει τις σχολές από τον «ισχνό» προϋπολογισμό του, θα έπρεπε το σχετικό επιπλέον βάρος να αναλάβουν οι Έλληνες πλοιοκτήτες.

Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον το ότι η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας τον Στέλιο Κωτιάδη, τείνει ευήκοα ώτα στις «φωνές» πλοιοκτητών αλλά και σπουδαστών και αναλαμβάνει σειρά πρωτοβουλιών για να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ενίσχυσης της υλικοτεχνικής υποδομής των τριών σχολών ναυτικής εκπαίδευσης της χώρας. Μία από αυτές τις πρωτοβουλίες ήταν η αναζήτηση βοήθειας στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκαν επαφές με τη Βόννη και, χάρη στις προσπάθειες του τότε τμηματάρχη της Ναυτικής Εκπαίδευσης του ΥΕΝ Ελ. Α. Γεωργαντόπουλου, η Αθήνα πέτυχε η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να χορηγήσει δωρεά ύψους 770.000 μάρκων, που αφορούσε προμήθεια ναυτικών οργάνων και εργαλείων. Έτσι, και η σχολή της Κύμης θα αποκτούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα «συστήματα προωστηρίων μηχανών, όλα τα ηλεκτρονικά όργανα ναυσιπλοΐας, παντός είδους πρότυπα σκαφών και τομαί αυτών, εργαλεία μηχανοστασίου και πάμπολλα διδακτικά όργανα», απαραίτητα για την άρτια λειτουργία της, χωρίς να υπολείπεται από άποψη υλικοτεχνικής υποδομής σε τίποτα από τις άλλες σχολές της χώρας. Μάλιστα, χάρη στη βελτίωση των υποδομών της Δημόσιας Σχολής Πλοιάρχων Κύμης, η τελευταία θα μπορέσει το 1958 να προσφέρει ποιοτική ναυτική εκπαίδευση σε συνολικά 57 σπουδαστές. Τα Ναυτικά Χρονικά έγραφαν, χαρακτηριστικά, πως μπορεί οι υποδομές της σχολής της Κύμης να μην μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες του Ασπροπύργου, αλλά η παρεχόμενη εκπαίδευση προς τους νέους ναυτέλληνες «γίνεται προσπάθεια ουδόλως να υστερή».

Επιπλέον, με τις δωρεές του Κώστα Μιχ. Λεμού και άλλων Ελλήνων πλοιοκτητών, αλλά και του Ελληνικού Νηογνώμονα, μπόρεσε και η σχολή της Κύμης, όπως και οι σχολές του Ασπροπύργου και της Ύδρας, να επωφεληθεί και να αποκτήσει τα κατάλληλα «όργανα διά την εκπαίδευσιν των ναυτίλων αξιωματικών», ενώ και η «ανάγκη επίσης διά διδακτικά βιβλία χάρις εις το Ίδρυμα του αειμνήστου Ευγ. Ευγενίδη και την διοικούσαν αυτό αδελφήν του κ. Μαριάνθην Σίμου θα αρχίση από του προσεχούς έτους πληρουμένη». Το αποτέλεσμα ήταν στις αρχές του 1960 ο εξοπλισμός της σχολής της Κύμης καθώς και των άλλων σχολών που τότε λειτουργούσαν στη χώρα να «ευρίσκεται […] εις εξαιρετικώς ικανοποιητικόν επίπεδον. Ο από της συστάσεως αυτών αρχικός εφοδιασμός, η συνεχής ανανέωσίς του, η γερμανική τεχνική βοήθεια και αι εφοπλιστικαί δωρεαί εισέφερον και εισφέρουν ανεκτίμητον θησαυρόν οργάνων και μέσων διδασκαλίας».

Βέβαια, η προσπάθεια για βελτίωση των υποδομών της Δημοσίας Σχολής Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού της Κύμης ήταν συνεχής και επέτρεψε να αλλάξει πλήρως η εικόνα της, με τα εύσημα να αποδίδονται, πρωτίστως, στον τότε επικεφαλής της σχολής, πλωτάρχη του ΛΣ, Π. Φουστέρη. Έτσι, στα τέλη του 1962 οι σπουδαστές της σχολής της Κύμης θα «δουν» να λειτουργεί πλήρως η αίθουσα ναυτικής τέχνης και ναυτικών οργάνων, ενώ «ηγοράσθησαν εξάκωπος λέμβος και εν ιστιοπλοϊκόν σκάφος διά τας πρωρατικάς ασκήσεις και την ψυχαγωνίαν των μαθητών». Επιπλέον, «κατεσκευάσθη κλιμακοστάσιον συνδέον την σχολήν με την παραλίαν της Κύμης, κατεσκευάσθησαν επίσης εσωτερικός δρόμος, ως και δεξαμενή διά την τηλεκίνησιν των υποδειγμάτων των πλοίων», ενώ και η επίλυση του προβλήματος της υδροδότησης είχε μπει στον δρόμο της οριστικής διευθέτησης.

Και τα έργα συνεχίζονταν. Τον Δεκέμβριο του 1963 υποβάλλεται στο Υπουργείο Συντονισμού από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας υπόμνημα στο οποίο περιλαμβάνονται οι προτάσεις του υπουργείου για την κατάρτιση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για το νέο έτος, το 1964. Μεταξύ των προτάσεων ήταν και η χορήγηση κονδυλίων για «την αποπεράτωσιν του εστιατορίου της Δημοσίας Σχολής Πλοιάρχων Κύμης», έτσι ώστε οι σπουδαστές να γευματίζουν σε ένα σύγχρονο κτίριο. Σύμφωνα με τα σχέδια της διοίκησης της σχολής, στο νέο κτίριο που θα κατασκευαζόταν, στο μεν ισόγειο θα λειτουργούσε το εστιατόριο και στον πρώτο όροφο κοιτώνες, που θα επέτρεπαν την αύξηση της δυναμικότητας της σχολής. Και πράγματι το 1965 θα ανεγερθεί δίπλα στο αρχικό κτίριο της σχολής και ένα δεύτερο, «όπερ περιλαβόν την ενδιαίτησιν των μαθητών (κοιτώνες, εστιατόρια κ.λπ.) επέτρεψε να διατεθή αποκλειστικώς εις την εκπαίδευσιν και την διοίκησιν το αρχικόν οίκημα». Πλέον η σχολή μπορούσε να εξυπηρετεί τρεις πλήρεις τάξεις σπουδαστών, με διπλά τμήματα για κάθε δεύτερο έτος, όπως σημείωναν τα Ναυτικά Χρονικά το 1977.

Η σύλληψη της ιδέας ίδρυσης της σχολής της Κύμης πραγματοποιήθηκε το 1951 μαζί με την ιδέα δημιουργίας των σχολών του Ασπροπύργου. Υπήρξε η τρίτη Δημόσια Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού που αποκτούσε η χώρα και κατάφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, λόγω της απόστασης που τη χώριζε από τα μεγάλα αστικά κέντρα και τους λιμένες της χώρας και της έλλειψης ικανών χρηματοδοτικών πόρων, να προσφέρει σπουδαία υπηρεσία στην ελληνική ναυτιλία, η οποία εκείνο το διάστημα βρισκόταν σε φάση ραγδαίας ποσοτικής και ποιοτικής μεγέθυνσης. Τα Ναυτικά Χρονικά, αναγνωρίζοντας το έργο της, γράφουν το 1977: «Παρά τας κατά καιρούς διατυπωθείσας επιφυλάξεις, η σχολή πλοιάρχων της Κύμης, τρίτη κατά σειράν προτεραιότητος, επέτυχε να στερεώση το καλόν αυτής όνομα και να δικαιώση τον ιδρυτήν της Υπουργόν κ. Βογιατζήν». Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως έως τον Ιανουάριο του 1977 η σχολή είχε προσφέρει στη μεγάλη ελληνική ναυτιλία 600 αξιωματικούς καταστρώματος. Και η προσφορά της σχολής συνεχίζεται έως τις μέρες μας, δημιουργώντας άρτια καταρτισμένους πλοιάρχους, που υπηρετούν με γνώση, ήθος και θέρμη το ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα σε όλες τις θάλασσες του κόσμου.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Συμβολή της Ναυτιλιακής Εκπαίδευσης- Εβδομήντα Χρόνια από την Ιδέα Σύστασης Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης», Gratia Εκδοτική, Αθήνα 2017, σελ. 99