ΑΕΝ/Π Σύρου

Γνωρίζοντας τη Σχολή Πλοιάρχων Σύρου

Η Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Σύρου ιδρύθηκε  πριν από πέντε δεκαετίες ως Δημόσια Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού με την αριθμ. 10477/268/04-02-1961 απόφαση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας /Ν.Ε.Ε 2ο επί υπουργίας Γ. Ανδριανόπουλου  και έκτοτε στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο που φιλοξενούσε -από τον προπερασμένο αιώνα- την Αγγλική Τηλεγραφική Εταιρεία, το οποίο άνηκε στην διάδοχη εταιρεία CABLE AND WIRELESS LIMITED, της περίφημης  Ανατολικής Τηλεγραφικής Εταιρείας – THE EASTERN TELEGRAPH COMPANY LIMITED με έδρα το Λονδίνο.

Ίσως η σημειολογία της θέσης του κτιρίου, όπου στεγάζεται η ΑΕΝ, να μην είναι τυχαία. Το νεοκλασικό διώροφο κτίριο, με μεγάλη ιστορική και αρχιτεκτονική  αξία, βρίσκεται στο άκρο του λιμανιού της Ερμούπολης, στη θέση «Κύματα», με θέα  την Τήνο, τη Μύκονο και το βαθύ μπλε του Αιγαίου.

Με αφετηρία λειτουργίας το έτος 1962 και στα 52 χρόνια που μεσολάβησαν ως σήμερα, η ΑΕΝ πρωτοστατεί μέσω των 1.550 και πλέον αποφοίτων της στις θάλασσες όλων των ηπείρων. Είναι κοινό μυστικό μεταξύ των ναυτικών ότι το πτυχίο της ΑΕΝ/Σύρου αποτελεί από μόνο του ένα ισχυρό προσόν των αποφοίτων και τους εξασφαλίζει το σεβασμό και την εκτίμηση για τις γνώσεις που έχουν λάβει ήδη στα πρώτα χρόνια της ναυτοσύνης τους.

Στη διάρκεια αυτής της 52 χρονης ιστορίας, οι δόκιμοι πλοίαρχοι Ε.Ν. ξανοίχτηκαν σε άγνωστες θάλασσες και νέους ορίζοντες, μεταφέροντας, μαζί με τα εμπορεύματα, την ελληνική σκέψη, τον ελληνικό πολιτισμό, την ίδια την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου.

Είναι γνωστό ότι η νήσος Σύρος και μέσω αυτής οι Κυκλάδες  έχουν μια μακρά ναυτική παράδοση . Η παρουσία της Σχολής ενισχύει τη ναυτοσύνη στους παραδοσιακούς ναυτότοπους των Κυκλάδων και όλου του κεντρικού και νότιου Αιγαίου, αναβιώνοντας σε σημαντικό βαθμό τον ιστορικό ρόλο της Ερμούπολης στην ανάπτυξη της σύγχρονης ναυτιλίας των Ελλήνων.

Οι σπουδαστές/στριες της ΑΕΝ/Σύρου αποτελούν ζωντανό κύτταρο της τοπικής κοινωνίας, με δραστήριο ρόλο σε πλήθος εκπαιδευτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων.  Η συμμετοχή τους στις  εορταστικές εκδηλώσεις των εθνικών επετείων αλλά και των τοπικών εορτών (όπως του εορτασμού του Αγίου Νικολάου, προστάτη των ναυτικών και πολιούχου της Ερμούπολης) είχε καθιερωθεί και αναμένεται κάθε φορά με υπερηφάνεια από τη συριανή κοινωνία. H Σχολή τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει βήματα προόδου, τόσο ως προς το πρόγραμμα  σπουδών, που ανανεώνεται ακολουθώντας τις τροποποιήσεις της S.T.C.W (τροποποίηση Manila 2010), όσο και ως προς την αναβάθμιση της ποιότητας των σπουδών μέσω της εξασφάλισης χορηγιών, της ανακαίνισης του κεντρικού κτιρίου αλλά και του εξοπλισμού των εργαστηρίων, κ.ά.

Να σημειωθεί ότι με δέουσες ενέργειες της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, πραγματοποιήθηκε σε σύντομο χρόνο η συνολική επισκευή και  συντήρηση όλων των κτιριακών εγκαταστάσεων και μέρος του εκπαιδευτικού εξοπλισμού,  με αποτέλεσμα από το ακαδημαϊκό έτος του 2014-15 η Σχολή να διαθέτει άρτιες υλικοτεχνικές υποδομές, που αποτελούν κόσμημα για την ελληνική ναυτοσύνη.

Παράλληλα, η Σχολή δεν παραλείπει να δείχνει το  κοινωνικό της πρόσωπο, καθώς οι σπουδαστές της παρέχουν  την ζωογόνο βοήθειά τους στο Σύλλογο Αιμοδοσίας Σύρου με μεγάλη προθυμία και αίσθηση καθήκοντος.

Η ΑΕΝ/Σύρου, σήμερα , βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των Ναυτικών Σχολών με κριτήριο την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητά της, σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε το 2012 από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε συνεργασία με το Ευγενίδειο Ίδρυμα.

Η Ναυτική Εκπαίδευση στην Α.Ε.Ν/Σύρου

Οι σπουδές στην Α.Ε.Ν. περιλαμβάνει  έξι (06) εξάμηνα θεωρητικής κατάρτισης και δυο (02) εξάμηνα θαλάσσιας πρακτικής εκπαίδευσης και προσφέρει εξειδικευμένες γνώσεις, με το σύστημα της Εναλλασσόμενης Εκπαίδευσης (Sandwich Courses) σύμφωνα με το οποίο η εκπαίδευση εναλλάσσεται μεταξύ Σχολής και πλοίου .

Οι σπουδές στην  Α.Ε.Ν. περιλαμβάνουν  παρακολούθηση θεωρητικών μαθημάτων, πρακτική άσκηση σε αντίστοιχα εργαστήρια, καθώς και εκπαίδευση με την βοήθεια προσομοιωτών (Simulators).

Στην ΑΕΝ/ΠΛ/Σύρου υπάρχει προσομοιωτής του συστήματος G.M.D.S.S  με μία (01) θέση εκπαιδευτή και έξι  (06) σταθμούς εργασίας, τύπου SIMULATOR SIM 1000 της εταιρείας MARAC ELECTRONICS καθώς επίσης και  προσομοιωτής του συστήματος RADAR A.R.P.A  κατασκευής  Sindel – Ιταλίας, τύπου MISTRAL 4000, όπου περιλαμβάνει μία (01) θέση εκπαιδευτή και τέσσερα (04) ίδια πλοία (σταθμούς εκπ/σης –  OWN SHIP) με τέσσερα (04) ECDIS.

Ομοίως,  υπάρχει και σύγχρονο  εργαστήριο Ηλεκτρονικών Υπολογιστών,  χορηγία του Ναυτικού Επιμελητηρίου Ελλάδας σε συνεργασία με την ναυτιλιακή εταιρεία Anangel Maritime Services Inc. με ικανό αριθμό προσωπικών υπολογιστών σύγχρονης τεχνολογίας και εκτυπωτών, με πρόσβαση στο διαδίκτυο.

Πρόσφατα δρομολογήθηκε και η διαμόρφωση νέου χώρου στο Διοικητήριο της Σχολής επ΄ ωφελεία των σπουδαστών/στριων ως χώρος αναγνωστηρίου – βιβλιοθήκης και πρόσβασης στις υπηρεσίες του διαδικτύου. Παράλληλα, ολοκληρώνεται η διασύνδεση του κεντρικού κτιρίου της ΑΕΝ/Σύρου, μέσω της υφιστάμενης υποδομής του Μητροπολιτικού δικτύου Δήμου Ερμούπολης – Σύρου (με χρήση ονόματος χώρου διαδικτύου (domain name): aensyroy.edu.gr )  για αναβάθμιση παρεχόμενων υπηρεσιών με χρήση σύγχρονων δικτυακών τεχνολογιών και καινοτόμων υπηρεσιών με σκοπό την ανάπτυξη προηγμένων εφαρμογών, με το δίκτυο της ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ (Ε.Δ.Ε.Τ).

Τέλος, έχει δημιουργηθεί ιστοσελίδα στο διαδίκτυο με Domain name:  aensyrou.edu.gr σε συνεργασία με την Αναπτυξιακή Εταιρεία Κυκλάδων, η οποία παρέχει τεχνική υποστήριξη και μέσω της οποίας μπορεί ο κάθε ενδιαφερόμενος να περιηγηθεί στη Σχολή Πλοιάρχων.

Στοιχεία Επικοινωνίας με την ΑΕΝ/Π Σύρου

Διεύθυνση: Ε. ΠΑΠΑΔΑΜ 1, Τ.Κ. 84100
Τηλέφωνα: 22810 – 82450
Γρ. Διοικητή & Fax: 22810-82480
Γρ. Αναπληρωτή Διευθυντή: 22810-79253
Γραμματεία ΑΕΝ: 22810-82450
Γραμματεία Διεύθυνσης Σχολής: 22810-80222
Email: aensyrou@hcg.gr

Ιστορική Αναδρομή

Η Ερμούπολη φιλοξενεί την τέταρτη σχολή πλοιάρχων της Ελλάδας (1961-1980)

Η Σύρος στα μέσα του 19ου αιώνα θα αναδειχτεί σε σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο της Ελλάδας και η πρωτεύουσα των Κυκλάδων θα γίνει ο κύριος τόπος νηολόγησης για τα πλοία των περισσότερων Ελλήνων καραβοκύρηδων, μολονότι η ίδια δεν υπήρξε ποτέ παραδοσιακός ναυτότοπος, όπως για παράδειγμα ήταν η Ύδρα ή η Κεφαλονιά. Η ιστορία του ναυτότοπου της Σύρου ξεκινά μόλις το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, ενώ είναι η καταστροφή της Χίου, των Ψαρών και της Κάσου τον 19ο αιώνα που θα στρέψει πολλούς καραβοκύρηδες και εμπόρους αυτών των νησιών προς τη Σύρο, σε αναζήτηση φιλόξενου τόπου εγκατάστασης των ναυτεμπορικών τους δραστηριοτήτων. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Ερμούπολη θα καταστεί κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της ανατολικής Μεσογείου, διαθέτοντας μεγάλο λιμένα, αποθήκες, ασφαλιστικές εταιρείες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αντιπροσώπους διεθνών νηογνωμόνων, ναυπηγοεπισκευαστικές υποδομές, ναυτικές προμηθευτικές εταιρείες και εκατοντάδες ναυτικούς, που συνέρρεαν στη Σύρο προς αναζήτηση μπάρκου.

Στη Σύρο θα δημιουργηθεί από τους Χιώτες πρόσφυγες και η πρώτη ναυτική σχολή της ελληνικής επικράτειας, με σημαντική παρουσία Χιωτών διδασκάλων, όπως σημειώνει ο Ανδρέας Λαιμός. «Πρώτος εν Σύρω Χίος ναυτοδιδάσκαλος, διδάξας και εις την σχολήν της, υπήρξεν ο Νικόλαος Πατρώνας, όστις το 1860 εξέδωσεν εν Ερμουπόλει και σύγγραμα υπό τον τίτλον Ναυτικόν Βιβλίον». Βέβαια, ήδη από το 1829 λειτουργούσε στη Σύρο ένα σχολείο ναυτικής τέχνης υπό τον Κεφαλλήνα Νικόλαο Βρυώνη. Η ελληνική πολιτεία, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ναυτικής εκπαίδευσης, θα λάβει την απόφαση για επίσημη διδασκαλία ναυτικής τέχνης στα σχολεία Σύρου και Ναυπλίου, όπως όριζε το διάταγμα της 30ής Ιουνίου 1837, υπογεγραμμένο από τον βασιλιά Όθωνα: «Εις εκάτερον των Ελληνικών σχολείων Σύρου και Ναυπλίας θέλει προστεθή ανά εις διδάσκαλος της ναυτικής, διά τους επιθυμούντας να διδαχθώσι και θεωρητικώς την τέχνην ταύτην».

Στη Σύρο, εν αντιθέσει με ό,τι συνέβη, για παράδειγμα, σε Ύδρα ή σε Ιθάκη, που για κάποια χρονικά διαστήματα φιλοξένησαν σχολές εμποροπλοιάρχων, θα ιδρυθεί πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια νυχτερινή σχολή μηχανικών του Εμπορικού Ναυτικού. Επρόκειτο για αναγνωρισμένη από το κράτος σχολή, όπου φοιτούσαν νέοι, εργαζόμενοι στα μηχανουργεία του νησιού. «Μετά την αποπεράτωσιν των σπουδών των, εναυτολογούντο εις τα φορτηγά πλοία ως δόκιμοι. Η σταδιοδρομία των ήτο παραδειγματική. Την Συριανήν παράδοσιν των αρίστων ναυτομηχανικών πιστώς ηκολούθουν». Ωστόσο, ο πόλεμος «διέλυσε και την σχολήν. Μετ’ αυτόν ζήτημα οικονομικόν ανέκυψε. Τα όσα εχορήγουν οι Κάσιοι εφοπλισταί ήσαν ολίγα πλέον, ενώ προ του πολέμου ήσαν επαρκή διά να καλύπτουν τα ελλείμματα». Παρά τις υψηλές χορηγίες, ύψους £1.920 ετησίως, από τη Νέα Υόρκη των Γεωργίου, Νικολάου, Εμμανουήλ και Μιχαήλ Ηλ. Κουλουκουντή, καθώς και των Ηλία Ι. Κουλουκουντή και Αντώνιου Γ. Κουλουκουντή, όπως και των Οίκων Ρεθύμνη-Πνευματικού, η νυχτερινή σχολή μηχανικών της Σύρου αντιμετώπιζε πρόβλημα επιβίωσης, ακόμα και κλεισίματος. Όμως, με τις προσπάθειες εφοπλιστών και κράτους η νυχτερινή σχολή συνέχισε τη λειτουργία της, ενώ τα εργοστάσια της Σύρου πρόσφεραν σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης των μαθητών της.

Με δεδομένο πως η Σύρος παρέμενε και μετά τον πόλεμο ένα σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο της χώρας, αρχίζουν προς τα μέσα της δεκαετίας του 1950 να εκφράζονται δημοσίως οι πρώτες σκέψεις για ίδρυση δημόσιας σχολής μηχανικών αλλά και πλοιάρχων, η οποία θα κάλυπτε τις ανάγκες όλων των Κυκλάδων, αλλά και τις αυτές μιας ελληνικής ναυτιλίας που εισερχόταν σε φάση ισχυρής ποσοτικής και ποιοτικής ανόδου και χρειαζόταν από πολλούς και άρτια καταρτισμένους αξιωματικούς γέφυρας και μηχανής. Η πρώτη αναφορά των Ναυτικών Χρονικών για ίδρυση στη Σύρο μιας «Παγκυκλαδικής Σχολής ναυτίλων και μηχανικών του Ε.Ν.» γίνεται στο φύλλο της 1ης Ιουλίου 1957. Την ιδέα για ίδρυση σχολής στη Σύρο είχαν «εξέχοντες εφοπλιστικοί παράγοντες με τα υπερεκατόν πλοία των: Ο Οίκος Ρεθύμνης-Κουλουκουντής και η Οράιον [Orion Shipping and Trading Co. Inc.] των κ. Υιών Πέτρου Γουλανδρή». Στο αίτημα των εφοπλιστών απαντά θετικά ο Δήμος Ερμούπολης, και μάλιστα είναι έτοιμος να προσφέρει και κτίριο κατάλληλο για τη στέγαση της σχολής, το «κτίριον του τέως νοσοκομείου Πρωίου».

Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση αντί για τη Σύρο λαμβάνει απόφαση για ίδρυση σχολής στην Κύμη, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του Ν. Β. Ρεθύμνη, ο οποίος γράφει προς τον Δημήτρη Κωττάκη: «Ο κ. Βασίλειος Π. Γουλανδρής, διαχειριστής υπερεκατόν σκαφών, και οι κ.κ. Ρεθύμνης-Κουλουκουντής ετέρων ισαρίθμων έρριψαν την ιδέαν της συστάσεως της παγκυκλαδικής ναυτικής σχολής εις την Σύρον. Θα ήσαν πρόθυμοι να ενισχύσουν παντοιοτρόπως την σχολήν αυτήν […]. Λυπούμαι όμως διαπιστώνων την επιδεικνυομένην αδιαφορίαν των αρμοδίων […]. Ο τρόπος ιδία του σκέπτεσθαι ενίων κυβερνητικών παραγόντων με εκπλήσσει. Θα επεθύμουν να εγνώριζα που υπάρχει μεγαλυτέρα πιθανότης φοιτήσεως μαθητών και εξευρέσεως διδακτικού προσωπικού εις την Κύμην ή την Σύρον;».

ΑΕΝ Σύρου

Η σχολή πλοιάρχων ΕΝ της Σύρου.
[Ναυτικά Χρονικά, 735/494, 15 Ιανουαρίου 1966, σ. 23]

Η απόφαση για ίδρυση σχολής στην Κύμη θα σημάνει την πρόσκαιρη αδυναμία του ελληνικού κράτους να χρηματοδοτήσει την ίδρυση και τη λειτουργία μιας ακόμα σχολής στη Σύρο. Η αδυναμία αυτή του ελληνικού κράτους οδηγεί σε «περιορισμό» του αιτήματος, που πλέον περιλαμβάνει μόνο αίτημα ίδρυσης σχολής πλοιάρχων. Υπολογιζόταν ότι, με δεδομένο πως το κτίριο θα παραχωρούσε ο Δήμος Ερμούπολης και «οι 70 μαθηταί της σχολής θα πληρώνουν τα τροφεία των», χρειαζόταν για να λειτουργήσει ένα ποσό της τάξης των £12.000 σε ετήσια βάση, ποσό που τα Ναυτικά Χρονικά έγραφαν πως πρέπει να εισφέρουν οι Έλληνες πλοιοκτήτες σε περίπτωση αδυναμίας του κρατικού προϋπολογισμού ή έλλειψης σχετικών πόρων από το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης.

Για τρία χρόνια το αίτημα για ίδρυση πλέον μόνο δημόσιας σχολής πλοιάρχων στη Σύρο, της τέταρτης που θα αποκτούσε η χώρα, θα παραμείνει σχεδόν εν υπνώσει και θα επανέλθει εκ νέου στις αρχές του 1960 από τον τότε δήμαρχο της Ερμούπολης Σταύρο Βαφία, ο οποίος το θέτει στον Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη, υπουργό Συντονισμού της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κατά την επίσημη επίσκεψή του στο νησί τον Ιούνιο του 1960. Το αίτημα του δημάρχου θα εξεταστεί από τα Υπουργεία Εμπορικής Ναυτιλίας και Συντονισμού και τελικά στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1960 αποφασίζεται από το Συμβούλιο Ναυτικής Εκπαίδευσης πως «θα συσταθή εις την Σύρον, το δεύτερον ναυτικόν μας κέντρον, δημοσία σχολή ναυτίλων αξιωματικών». Η οριστική απόφαση για ίδρυση σχολής πλοιάρχων στη Σύρο από την κυβέρνηση θα ληφθεί τον Φεβρουάριο του 1961.

Έτσι, λοιπόν, ιδρύεται η ΑΕΝ Σύρου ως Δημόσια Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού. Η σχετική απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών με υπογραφή του τότε υφυπουργού Δ. Αλιπράντη όριζε τα εξής: «Έχοντες υπ’ όψιν την υπ’ αριθ. 10477/4.2.1961 απόφασιν του κ. υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, δι’ ης ενεκρίθη η ίδρυσις και λειτουργία Δημοσίας Σχολής Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού εις την Σύρον, εγκατασταθησομένην εν τω κτιρίω του τέως αγγλικού τηλεγραφείου, αποφασίζομεν: Εγκρίνομεν την κατά χρήσιν παραχώρησιν προς το Υπουργείον Εμπορικής Ναυτιλίας του εν Σύρω και εις θέσιν Νησάκι υπ’ αριθμόν Β.Μ.32 ακινήτου του Δημοσίου, προς εκπλήρωσιν του ανωτέρω σκοπού, απαγορευομένης ρητώς της καθ’ οιονδήποτε έτερον τρόπον χρήσεως τούτου». Για την ίδρυση της σχολής αποφασίζεται, με τη σύμφωνη γνώμη και στελεχών της τεχνικής υπηρεσίας του ΝΑΤ που κατέφτασαν στο νησί, να διατεθεί το κτίριο του αγγλικού τηλεγραφείου, αφού πρώτα με κρατική δαπάνη υποστεί τις κατάλληλες αρχιτεκτονικές διαρρυθμίσεις. Να σημειωθεί πως το ιστορικό κτίριο του αγγλικού τηλεγραφείου χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και έως το 1925 στέγαζε το τηλεγραφείο της αγγλικής εταιρείας The Eastern Telegraph Company Limited, με έδρα το Λονδίνο.

«Το Κεφάλαιον Ναυτικής Εκπαιδεύσεως θα αναλάβη τον πλήρη εξοπλισμόν της σχολής, ίνα περιλάβη αυτή εκατόν μαθητάς εις τας δύο τάξεις», ενώ, όπως προσθέτει ο αρθρογράφος των Ναυτικών Χρονικών, «η σχολή της Σύρου θα αμιλλάται την του Ασπροπύργου». Οι σχετικοί διαγωνισμοί για την προμήθεια της σχολής με τα αναγκαία εργαλεία, όργανα και υλικά καταρτίστηκαν από το τμήμα Ναυτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Ναυτιλίας. Έχει ωστόσο ενδιαφέρον πως, χάρη στη γερμανική τεχνική βοήθεια που είχε πετύχει να λάβει από τη Βόννη η Αθήνα, υπήρχαν ήδη διαθέσιμα αρκετά όργανα για την κάλυψη των πρώτων αναγκών της σχολής.

Σε ό,τι αφορά το σημαντικό ζήτημα της κάλυψης από δημόσιους πόρους της δαπάνης αμοιβής των μελών του διδακτικού προσωπικού που θα προσλαμβανόταν στη σχολή της Σύρου, σχετική πρωτοβουλία έλαβε ο τότε βουλευτής Κυκλάδων και πλοιοκτήτης Μάρκος Νομικός, ασκώντας προσωπική πίεση προς τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη για να βαρύνει το κόστος τον κρατικό προϋπολογισμό. Στην περίπτωση της Σύρου αξίζει να σημειωθεί πως η εξεύρεση των κατάλληλων δασκάλων ήταν μια υπόθεση αρκετά πιο εύκολη σε σχέση με τα όσα ίσχυαν για τις σχολές της Ύδρας και της Κύμης, των οποίων η απόσταση από τα μεγάλα αστικά και ναυτικά κέντρα καθιστούσε την ανεύρεση των κατάλληλων δασκάλων μια μεγάλη πρόκληση. Και αυτό γιατί στη Σύρο υπήρχε λιμεναρχείο, είχε ιδρυθεί πλοηγικός σταθμός, ενώ υπήρχε ανώτερος αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, που επέβλεπε την εκεί πλωτή δεξαμενή των ναυπηγείων, καθώς και πολλοί άξιοι δάσκαλοι που υπηρετούσαν στην ανεπτυγμένη Μέση Εκπαίδευση του νησιού, γεγονός που εξασφάλιζε στη νέα σχολή μια μεγάλη δεξαμενή απ’ όπου θα μπορούσε να αντλεί κατά το δοκούν όλους τους αναγκαίους καθηγητές των ναυτικών και τεχνικών μαθημάτων.

Τον Μάιο του 1961 ήταν ήδη έτοιμα τα οριστικά σχέδια της διαρρύθμισης των εσωτερικών χώρων του μεγάρου του αγγλικού τηλεγραφείου, τα οποία προωθήθηκαν προς έγκριση στις αρμόδιες υπηρεσίες του νομού Κυκλάδων. Στις 8 Οκτωβρίου 1961 ενεργήθηκε ο μειοδοτικός διαγωνισμός για την εκτέλεση των οικοδομικών και μηχανολογικών εργασιών στο κτίριο του αγγλικού τηλεγραφείου, με τον χρονικό ορίζοντα της αποπεράτωσής τους να τίθεται για τους πρώτους μήνες του 1962. Στη σχολή παραχωρήθηκαν επίσης από το Υπουργείο των Οικονομικών και «αι συνεχόμεναι με το οίκημα της Σχολής ηρειπωμέναι τελωνειακαί αποθήκαι, επί της παραλιακής οδού προς το Νησάκι […]. Το οικόπεδον καταλλήλως διαρρυθμιζόμενον θα χρησιμοποιηθή ως πεδίον αθλοπαιδιών. Υπόγειος δεξαμενή ύδατος θέλει εκεί κατασκευασθή». Το κόστος όλων των οικοδομικών εργασιών, μαζί με τα συμπληρωματικά ποσά που χρειάστηκε να δοθούν θα αγγίξει τα περίπου 3.000.000 δρχ. και προήλθε από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ ο τελευταίος ανέλαβε και το κόστος αγοράς του αναγκαίου εξοπλισμού της σχολής ύψους 1.200.000 δρχ., ο οποίος θα αποσταλεί στη σχολή της Σύρου μέχρι τον Οκτώβριο του 1962 καθιστώντας άρτια τη λειτουργία της.

Η οριστική απόφαση για ίδρυση της σχολής πλοιάρχων στη Σύρο θα σηματοδοτήσει και την έναρξη μιας συστηματικής προσπάθειας από πλευράς Δημήτρη Κωττάκη και Ναυτικών Χρονικών για ενημέρωση και κινητοποίηση των μελών της ελληνικής πλοιοκτητικής κοινότητας προς την κατεύθυνση περαιτέρω ενίσχυσης της σχολής με διδακτικά όργανα, εργαλεία και την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή. Για τον πλήρη εξοπλισμό της σχολής εκτιμάτο πως χρειαζόταν ένα χρηματικό ποσό της τάξης των £3.000, ενώ τα όργανα που κρίνονταν απαραίτητα για την άρτια λειτουργία της ήταν σύμφωνα με τα Ναυτικά Χρονικά τα εξής: «διπαράλληλοι, διαβήται, φακοί αναγνώσεως χαρτών, διόπτρα κοινή, διόπτρα αζιμουθική, διόπτρα πρισματική, ταξίμετρον, χρονόμετρον, στιγμόμετρον, στιγμογράφος, βολίς μηχανική, δρομόμετρον κοινόν ρυμουλκούμενον, εξάντες, μαγνητική πυξίς, μαγνητική πυξίς λέμβου, κλισιόμετρον, γεωγραφική σφαίρα, βαρογράφος ή βαρόμετρον τοίχου, υγρογράφος ή υγρόμετρον, φανός Altis, ραδιογωνιόμετρον, ραντάρ, γυροσκοπική πυξίς».

Στις εκκλήσεις του εκδότη των Ναυτικών Χρονικών για ενίσχυση της σχολής της Σύρου δεν άργησαν να ανταποκριθούν αρκετά μέλη της ελληνικής πλοιοκτητικής οικογένειας, κυρίως, καταγόμενα από τις Κυκλάδες. Για παράδειγμα, ο Κασιώτης Ν. Ρεθύμνης, αλλά με σημαντική δράση και στη Σύρο, προχωρά στην προσφορά ποσού £1.000 για τη συμπλήρωση των αναγκών της σχολής σε διδακτικά όργανα. Οι Ανδριώτες «κ.κ. Υιοί Ν. Γουλανδρή απεδέχθησαν λίαν ευχαρίστως την αγοράν των όσων οργάνων ήθελεν υποδείξη το Συμβούλιον Ναυτικής Εκπαιδεύσεως». Ο Σαντορινιός πλοιοκτήτης Πέτρος Μ. Νομικός ανέλαβε οικειοθελώς την ευθύνη του τακτικού ανεφοδιασμού της σχολής «εις ύδωρ διά των ασκών εις την τιμήν κάτω του κόστους», ο επίσης Ανδριώτης Σπύρος Πορφυράτος «θα δωρήση εις την σχολήν ένα χρονόμετρον», ενώ και «το εφοπλιστικόν γραφείον του κ. Βάττη προσέφερε», γράφουν τα Ναυτικά Χρονικά, μια γυροσκοπική πυξίδα και μεγάλο αριθμό ναυτικών χαρτών.

Στην έκκληση, από την άλλη, του τότε δημάρχου της Σύρου Σταύρου Βαφία για χορήγηση υποτροφιών προς άπορους σπουδαστές της νεοϊδρυόμενης σχολής προσέτρεξαν και πρόσφεραν βοήθεια αρκετοί πλοιοκτήτες. Έτσι, εκτός από τον πλοιοκτήτη Νικόλαο Α. Βαλμά, με καταγωγή από την Άνδρο αλλά με τόπο γέννησης τη Σύρο, που αποφάσισε να χορηγήσει υποτροφία ύψους 30.000 δρχ. σε έναν από τους σπουδαστές της σχολής για τα δύο χρόνια της φοίτησής του, υποτροφίες χορηγήθηκαν και από την πλευρά του «Στρατή Ανδρεάδη, διοικητού της Εμπορικής Τραπέζης, εκ. δρχ. 15 χιλ.», ενώ «εδήλωσαν προσφοράν υποτροφιών και οι εφοπλισταί κ.κ. αδελφοί Ιωάν. και Αναστ. Θεοφ. Βάττη εκ δρχ. 60 χιλ., Ιωάν. Α. Κοσμάς εκ δρχ. 30 χιλ., Εμμαν. Η. Χατζηλίας εκ. δρχ. 30 χιλ. και Αλέξ. Ν. Γουλανδρής μέσω του εξαδέλφου του κ. Ιωάν. Μ. Γουλανδρή, βουλευτού Κυκλάδων εκ. δρχ. 30 χιλ.». Συνολικά το καλοκαίρι και στις αρχές φθινοπώρου του 1962 είχαν συγκεντρωθεί 195 χιλ. για υποτροφίες. Σημαντικό ποσό για χορήγηση υποτροφιών σε άπορους σπουδαστές πρόσφερε προς τη σχολή Σύρου και ο μεσσηνιακής καταγωγής Μιχ. Καραγιώργης (54.000 δρχ.), θέτοντας στη διάθεση του δημάρχου της Ερμούπολης ένα επιπλέον ποσό ύψους 15.000 δρχ. «διά τας δαπάνας της φοιτήσεως τριών απόρων Συριανών μαθητών της Σχολής». Τέλος, ο Μιχ. Καραγιώργης «κατέβαλε δρχ. 10.000 διά την διαμόρφωσιν εις γυμναστήριον της Σχολής, του εσωτερικού χώρου του παρακειμένου Τελωνείου».

Βέβαια, παρά την καλή διάθεση των Ελλήνων πλοιοκτητών, η γραφειοκρατία της ελληνικής διοίκησης θα θέσει και στη διαδικασία ίδρυσης της σχολής της Σύρου εμπόδια, καθυστερώντας την έναρξη της λειτουργίας της. Παρ’ όλα αυτά το καλοκαίρι του 1962 θα προκηρυχθούν οι εξετάσεις για την εισαγωγή των σπουδαστών, ενώ χάρη στις προσπάθειες του προέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών Στρατή Ανδρεάδη και τις σχετικές του ενέργειες προς το Υπουργείο Συντονισμού θα διατεθούν πιστώσεις για απαραίτητα συμπληρωματικά έργα στη σχολή, με στόχο τον Νοέμβριο του 1962 η σχολή να είναι καθ’ όλα έτοιμη να υποδεχτεί τους σπουδαστές της, που υπολογίζονταν σε περίπου ογδόντα.

Τα επίσημα εγκαίνια της σχολής θα πραγματοποιηθούν τελικά την Κυριακή 3 Φεβρουαρίου του 1963. Παρόντες ήταν ο υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Στέλιος Κωτιάδης, οι σπουδαστές της σχολής, καθώς και αντιπροσωπεία σπουδαστών από τις σχολές της Ύδρας, του Ασπροπύργου και της Κύμης μαζί με τους διοικητές τους. Η σχολή διέθετε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο κτίριο, κατά πολύ ανώτερο από τα κτίρια που διέθεταν οι σχολές της Ύδρας και της Κύμης, ενώ στην πρώτη τάξη φοιτούσαν ήδη 38 σπουδαστές. Η Σχολή Πλοιάρχων Σύρου στο ισόγειό της φιλοξενούσε τα γραφεία της διοίκησης και αίθουσες ψυχαγωγίας των φοιτητών και εστίασης, ενώ στον πρώτο όροφο βρίσκονταν οι αίθουσες διδασκαλίας, οι κοιτώνες των σπουδαστών και οι χώροι υγιεινής. Επιπλέον, «εις μίαν πρόσθετον επί του δώματος κατασκευήν εγκατεστάθη πρότυπος γέφυρα πλοίου, εξοπλισθείσα συν τω χρόνω δι’ όλων των αναγκαίων ναυτικών οργάνων».

Η σχολή της Σύρου, χάρη στις αξιόλογες προσπάθειες του πρώτου διοικητή της, πλωτάρχη Λιμενικού Πασχ. Φουστέρην, καθώς και των διοικητών που ακολούθησαν, θα καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς όλες τις προκλήσεις και θα λειτουργήσει άρτια προσφέροντας υψηλό επίπεδο ναυτικής εκπαίδευσης. Μέσα σε λίγα χρόνια από την ίδρυσή της και χάρη στην ορθή αξιοποίηση τόσο των κρατικών κεφαλαίων όσο και των πόρων από το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης και των δωρεών πολλών Ελλήνων πλοιοκτητών, η σχολή καθίσταται «μία υποδειγματική, πανθομολογουμένως σχολή», προσφέροντας στην ελληνική ναυτιλία από την ίδρυσή της έως και τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1970 περισσότερους από 510 νέους αξιωματικούς καταστρώματος άρτια εκπαιδευμένους.

Στις 22 Οκτωβρίου 1960 ξεκίνησαν οι τριήμεροι εορτασμοί για την εγγραφή στο ελληνικό νηολόγιο του χιλιοστού πλοίου, του Δ/Ξ «Atlantic Queen» του Σταύρου Λιβανού. Το εθνικό νηολόγιο αριθμούσε πια 1.000 πλοία, όταν λίγα χρόνια πριν δεν διέθετε παρά λίγες εκατοντάδες, ενώ ο ελληνόκτητος στόλος μετά την καταστροφή του πολέμου συγκαταλεγόταν πλέον μεταξύ των έξι μεγαλύτερων εμπορικών στόλων του κόσμου. Η ελληνική ναυτιλία είχε απόλυτη ανάγκη για καλώς εκπαιδευμένα πληρώματα και για πολλούς και άρτια καταρτισμένους Έλληνες αξιωματικούς γέφυρας και μηχανής για να υπηρετήσουν το ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα. Αυτή την ανάγκη της ελληνικής ναυτιλίας ήρθε να καλύψει και η απόφαση για ίδρυση τον Φεβρουάριο του 1961 μιας ακόμα σχολής πλοιάρχων της ΑΕΝ Σύρου, που τότε ονομαζόταν Δημόσια Σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού. Πλέον το πλέγμα της ναυτικής εκπαίδευσης της χώρας περιλάμβανε τέσσερις σχολές πλοιάρχων και μία σχολή μηχανικών: σχολή πλοιάρχων Ύδρας, σχολή πλοιάρχων Ασπροπύργου, σχολή πλοιάρχων Κύμης, σχολή μηχανικών Ασπροπύργου και, βεβαίως, σχολή πλοιάρχων στο πρώτο, ιστορικά, ναυτιλιακό κέντρο της χώρας, την Ερμούπολη της Σύρου.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Συμβολή της Ναυτιλιακής Εκπαίδευσης- Εβδομήντα Χρόνια από την Ιδέα Σύστασης Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης», Gratia Εκδοτική, Αθήνα 2017, σελ. 107