ΑΕΝ/M Χίου

Η Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού (Α.Ε.Ν.) Χίου, βρίσκεται στην πόλη της Χίου, επί της οδού Δημοκρατίας 26, δίπλα από την πλατεία Βουνακίου της πόλης Χίου, πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού, που έχει σπουδαία ιστορική, πολιτιστική και ναυτική παράδοση, με εκατοντάδες πλοιοκτήτες και χιλιάδες ναυτικούς.

Η Ακαδημία ιδρύθηκε το έτος 1965, από τους αείμνηστους πλοιοκτήτες ΚΑΡΡΑ Κ. και ΧΑΝΔΡΗ Ι. Το έτος 1996, με την οικονομική βοήθεια των πλοιοκτητών δωρητών ΤΣΑΚΟΥ Π. και του αείμνηστου ΠΑΤΕΡΑ Γ., προστέθηκε μια νέα πτέρυγα.

Η Σχολή Μηχανικών της Α.Ε.Ν. Χίου λειτουργεί από το έτος 1965 ως ΔΣΕΝ, από το έτος 1979 ως ΑΔΣΕΝ και Α.Ε.Ν. από το εκπαιδευτικό έτος 1998 – 1999.

Η Α.Ε.Ν./Μ/ΧΙΟΥ, είναι σχολή μικτής φοίτησης, με δικαίωμα επιλογής από τους σπουδαστές/τις σπουδάστριες του τρόπου φοίτησης (εσωτερική, εξωτερική). Οι υφιστάμενες κτιριακές εγκαταστάσεις παρέχουν δυνατότητα φοίτησης σε περίπου διακόσιους συνολικά σπουδαστές/σπουδάστριες ετησίως και διαμονής σε πενήντα.

Μετά την εξεταστική περίοδο του Σεπτεμβρίου 2008 έχουν αποκτήσει “Πτυχίο Δόκιμου Μηχανικού Ε.Ν.” ή “Πτυχίο Μηχανικού Ε.Ν.” συνολικά 1.439 σπουδαστές, οι οποίοι υπηρετούν ως αξιωματικοί την Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία ή έχουν αναδειχθεί σε άξια διευθυντικά στελέχη σε γραφεία Ναυτιλιακών Εταιρειών.

Η Ακαδημία εκτός από εκπαιδευτικές αίθουσες, μηχανουργείο, μηχανοστάσιο, σύγχρονο ηλεκτρονικό εξοπλισμό, προσομοιωτή μηχανοστασίου διαθέτει οργανωμένο γυμναστήριο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τηρείται “Τράπεζα Αίματος” στο Νομαρχιακό Νοσοκομείο Χίου, μία πρωτοβουλία των σπουδαστών της Σχολής.

Η Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού Χίου αποτελεί το πρώτο και αρχαιότερο εκπαιδευτικό Ίδρυμα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο νησί και η προσφορά της τόσο στην κοινωνία και οικονομία της Χίου, όσο και στην Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία είναι τεράστια.

Στοιχεία Επικοινωνίας με την ΑΕΝ/M Χίου

images

 

Διεύθυνση: Δημοκρατίας 26, 82100, Χίος
Τηλέφωνα: 22710-44431
Email: aenmchiou@gmail.com
Ιστοσελίδα: www.aenmchios.webnode.gr

Ιστορική Αναδρομή

Η Χίος, η μεγάλη ναυτομάνα του Αιγαίου, αποκτά τη δική της σχολή μηχανικών (1954-1980)

Ο Αύγουστος του 1957 υπήρξε ένας μήνας σημαντικός για τη Χίο με την πραγματοποίηση τριπλών εγκαινίων. Συγκεκριμένα, την Κυριακή 25 Αυγούστου παραδόθηκαν προς χρήση «ένα ωραίον σχολικόν κτίριον (Καρράδειο Σχολείο)», καθώς και μία Τράπεζα Αίματος, για να καλυφθούν βασικές ανάγκες του τόπου. Εμπνευστής και χορηγός αυτών των «ωραίων έργων η οικογένεια Κ. Καρρά». Τα τρίτα εγκαίνια αφορούσαν τον χώρο της ναυτικής εκπαίδευσης. Η Χίος αποκτούσε μια νέα Σχολή Μηχανικών και Ασυρματιστών Εμπορικού Ναυτικού, με αμέριστη βοήθεια να δίνεται από τους Αδελφούς «Ιωάννου Χανδρή […] εν συνεργασία με τον κ. Ι. Κ. Καρράν», ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1960 (1963-1965) θα διατελέσει και πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας.

Ωστόσο, όπως έγραφαν τα Ναυτικά Χρονικά, δυόμισι χρόνια ενωρίτερα, στο φύλλο της 15ης Φεβρουαρίου 1955, ήταν με «πρωτοβουλία του Γενικού Γραμματέως του ΥΕΝ κ. Λεων. Μπουρνιά [που] συνιστάται εις την Χίον Σχολή Μηχανικών του ΕΝ. Μετά το Ναυτικόν Γυμνάσιον των Οινουσσών, όπου οι ναυτίλοι αξιωματικοί θα προπαιδεύωνται, η Σχολή αυτή των Μηχανικών έρχεται να συμπληρώση μίαν ουσιώδη έλλειψιν διά την Χίον, την πλέον σημαντικήν ναυτικήν περιοχήν της Ελλάδος». Η νέα αυτή σχολή ήταν ιδιωτική, «ανήκουσα εις τον “Ναυτικόν Σύνδεσμον” [Χίου]», όπως έγραφε ο Ανδρέας Λαιμός, και ερχόταν να καλύψει τις μεγάλες ανάγκες της ελληνικής ναυτιλίας σε καλά καταρτισμένους μηχανικούς και, πρωτίστως, να εκπαιδεύει νέους Χιώτες, περίπου 20- 30 ετησίως, ώστε να μπορέσουν να υπηρετήσουν επάξια τα χιώτικα, και όχι μόνο, πλοία στα χρόνια που έρχονταν.

Η πρωτοβουλία, λοιπόν, για ίδρυση σχολής μηχανικών ανήκε στον Χιώτη Λεωνίδα Μπουρνιά, ο οποίος όμως την είχε πρώτα συζητήσει κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, στα τέλη του 1954, με τους εκεί εγκατεστημένους Χιώτες πλοιοκτήτες, από τους οποίους «συνήντησε την κατανόησιν και έλαβε την υπόσχεσιν της συμπαραστάσεως». Και αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος πως αυτή η συνεργασία Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και ελληνικής πλοιοκτητικής κοινότητας, την οποία ο Κώστας Ι. Λύρας χαρακτήριζε ως αναγκαία «προκειμένου να οργανώσουν με επιμέλειαν την ναυτικήν και τεχνικήν κατάρτισιν των νέων ελληνικών πληρωμάτων», είχε άμεσα και θετικά αποτελέσματα.

Βέβαια, έχει ενδιαφέρον πως το αρχικό έναυσμα για ίδρυση σχολής μηχανικών στη Χίο ήρθε στην πραγματικότητα από την τοπική εφημερίδα του Βροντάδου, τα Νέα του Βροντάδου. Η τελευταία, απέναντι στην κατηγορία που κάποιοι είχαν προσάψει εκείνη την εποχή στους νέους της Χίου πως αδιαφορούσαν για την ειδικότητα του μηχανικού, απαντούσε με άρθρο της πως «ο λόγος που τους αποτρέπει από το να επιλέξουν ως σταδιοδρομίαν των την ειδικότητα του μηχανικού [είναι] τα έξοδα και αι δυσχέρειαι της μεταβάσεώς των εις τον Πειραιά, όπου θα ηδύναντο να σπουδάσουν». Και τα Νέα του Βροντάδου συμπέραιναν πως «εάν λοιπόν ιδρυθή εις την νήσον μας μία Σχολή Μηχανικών, το πρόβλημα αμέσως θα ελύετο. Ευκόλως θα εστρέφετο το ενδιαφέρον των νέων προς το μηχανοστάσιον του πλοίου». Ο άμεσος τρόπος με τον οποίο έθιξε το ζήτημα η τοπική εφημερίδα της ναυτικής κοινότητας του Βροντάδου «απετέλεσε την αφετηρίαν μιας μικράς σταυροφορίας, της οποίας ηγήθησαν οι βουλευταί κ.κ. Λαιμός και Μπουρνιάς, οι μηχανικοί κ.κ. Δ. Πίττας και Μπαχάς, εκπρόσωποι των εφοπλιστών, των αξιωματικών και των πληρωμάτων», με στόχο την ίδρυση και τη λειτουργία σχολής μηχανικών στη Χίο, ενώ «συνεστήθη αμέσως ο Χιακός Ναυτικός Σύνδεσμος», που συνέδραμε στην όλη προσπάθεια και ο οποίος διαχειριζόταν, διοικούσε και διηύθυνε τη σχολή. Να σημειωθεί πως ο Ναυτικός Σύνδεσμος Χίου με έδρα την Αθήνα απαρτιζόταν από τους αντιπροσώπους των χιώτικων ναυτιλιακών γραφείων του Λονδίνου και της Αμερικής.

ΑΕΝ Χίου

Οι σπουδαστές της ναυτικής σχολής μηχανικών της Χίου παρελαύνουν μπροστά στο προσωρινό κτίριο της σχολής (1959).
[Ναυτικά Χρονικά, 589/348, 15 Δεκεμβρίου 1959, σ. 17-18]

Η νεοϊδρυόμενη ιδιωτική σχολή είχε σαφώς την ανάγκη στήριξης από τους Χιώτες εφοπλιστές. Μπορεί να μην αντιμετώπιζε ζήτημα στέγασης, καθώς για τις ανάγκες της προσφερόταν σε πρώτη φάση δημόσιο κτίριο, αλλά είχε άλλα εμπόδια να υπερπηδήσει. Συγκεκριμένα, είχε ανάγκη από ενίσχυση της υλικοτεχνικής της υποδομής, ενώ έπρεπε να ανευρεθούν και σημαντικά κονδύλια για την καταβολή των μισθών του διδακτικού προσωπικού. Τα Ναυτικά Χρονικά καλούσαν τους Χιώτες εφοπλιστές να αναλάβουν πρωτοβουλίες οικονομικής στήριξης της σχολής. Μια στήριξη που δεν άργησε να έρθει.

Έτσι, λοιπόν, το απόγευμα της Τετάρτης 2 Μαρτίου 1955 και έπειτα από πρόσκληση του Λ. Μπουρνιά συγκεντρώθηκαν στην οικία του Ανδρέα Λαιμού, που είχε διατελέσει βουλευτής Χίου, οι περισσότεροι από τους Χιώτες εφοπλιστές που διέμεναν στην Αθήνα. Συγκεκριμένα, «εις την σύσκεψιν παρέστησαν οι κ.κ. Ανδρέας Λαιμός, Στρατής Ανδρεάδης, Κωνστ. και Ιω. Κ. Καρράς, Χαράλ. Πατέρας, Μάρκος Πατέρας, Πολύδωρος Λαιμός, Λάμπρος Φατσής, Δημ. Πήττας, Κωνστ. Σκηνίτης, Μάνος Λαιμός, Παντ. Λαιμός, Αντ. Σπ. Λαιμός», καθώς και ο καθηγητής της Σιβιτανίδειου Σχολής Γεώργιος Μπαχάς. Κατά τη συνάντηση ο Λεωνίδας Μπουρνιάς παρουσίασε με λεπτομέρειες το θέμα της ίδρυσης σχολής μηχανικών στη Χίο. Συγκεκριμένα, η φοίτηση θα ήταν τετραετής και κατά τους υπολογισμούς του οι δαπάνες λειτουργίας της για την πρώτη τετραετία της θα ανέρχονταν σε περίπου £7.000. Μετά την εισήγηση του γενικού γραμματέα του ΥΕΝ τον λόγο έλαβε ο Ανδρέας Λαιμός, ενώ ακολούθησε ανταλλαγή απόψεων με τους Χιώτες πλοιοκτήτες για το ζήτημα της ίδρυσης και της λειτουργίας της σχολής. Όλοι οι παριστάμενοι συνεχάρησαν για την πρωτοβουλία του τον Λεωνίδα Μπουρνιά και «απεφάσισαν δε την συγκέντρωσιν εξ εισφοράς μεταξύ των Χίων εφοπλιστών ποσού 10.000 λιρών Αγγλίας διά την πληρεστέραν από οικονομικής πλευράς αντιμετώπισιν των αναγκών της συσταθησομένης Σχολής». Με στόχο τη χωρίς χρονοτριβή συγκέντρωση του ποσού εξουσιοδοτήθηκαν οι «Λ. Μπουρνιάς, Ανδρ. Λαιμός και Στρατής Ανδρεάδης όπως επικοινωνήσουν το ταχύτερον μετά των Χίων εφοπλιστών διά την εγγραφήν των εις τον κατάλογον των εισφορών προς κάλυψιν του ποσού […]».

Εν τέλει το ποσό των £7.000 που ήταν απαραίτητο για τη λειτουργία της σχολής στα τέσσερα πρώτα χρόνια της, όπως είχε υπολογίσει ο Λ. Μπουρνιάς, θα βρεθεί πολύ σύντομα. Συγκεκριμένα, τον Ιούλιο του 1955, ο Ιω. Κ. Καρράς, όπως γράφουν τα Ναυτικά Χρονικά, θα επισκεφτεί τον γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και θα του ανακοινώσει ότι από κοινού «μετά του εν Λονδίνω εφοπλιστού κ. Δημ. Χανδρή διαθέτουν ποσόν 7.000 λιρών Αγγλίας διά τας δαπάνας της εν Χίω συσταθείσης Σχολής Μηχανικών του Ε.Ν.».

Έτσι, η σχολή της Χίου, με τη σημαντική χορηγία των Ιωάννη Κ. Καρρά, Δημητρίου Χανδρή, του μετέπειτα αντιπροέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών (1962-1964) αλλά και προέδρου της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας (1980), και Αντώνη Χανδρή, μετέπειτα προέδρου της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών (1975-1981), θα μπορέσει να αρχίσει τη λειτουργία της προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στην ελληνική ναυτιλία, όπως το έπρατταν παρά τις όποιες οικονομικές δυσκολίες και οι άλλες νυχτερινές σχολές μηχανικών που λειτουργούσαν στη χώρα, για παράδειγμα, σε Σύρο, Χαλκίδα, Θεσσαλονίκη και Λαμία. Το επόμενο τυπικό βήμα ήταν να υπογραφεί το υπ’ αριθμ. 104/1956 Βασιλικό Διάταγμα, με το οποίο ιδρυόταν και επισήμως «η Σχολή Μηχανικών εν Χίω».

Η νέα σχολή βρήκε στέγη προσωρινά στο κτίριο του γυμνασίου, απέκτησε διδακτικό προσωπικό και άρχισε τη λειτουργία της. Μάλιστα, όπως γράφει ο Ευστάθιος Μπάτης, «η Ειρήνη χήρα Παναγιώτη Καρρά προσφέρει το σπίτι της για να στεγαστούν κανονικά οι δύο σχολές [εν. μηχανικών και ασυρματιστών], [ενώ] ο Αντώνης κι ο Δημήτρης Χανδρής [προσέφεραν] οίκημα στο λιμάνι, όπου εγκαταστάθηκε το μηχανουργείο». Αξίζει να σημειωθεί πως ο αείμνηστος Παναγιώτης Καρράς, θείος του Ι. Κ. Καρρά, είχε και ο ίδιος διατελέσει μηχανικός του ΕΝ, και αυτό μοιάζει να υπήρξε ισχυρό κίνητρο για τη μεγάλη δωρεά της οικογένειας Καρρά, ενώ και ο Αντώνης Χανδρής είχε πραγματοποιήσει σπουδές μηχανολογίας και κατά συνέπεια μοιάζει να ήταν εύλογο το ενδιαφέρον του για την τεχνική εκπαίδευση των νέων της Χίου.

Η σχολή μηχανικών της Χίου θα συνεχίσει να παρέχει πολύτιμο έργο ως προς την προετοιμασία των μελλοντικών μηχανικών του Εμπορικού Ναυτικού και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Αυτό συνέβαινε, βέβαια, χάρη στις ενέργειες των αδελφών Χανδρή, του Ι. Κ. Καρρά, καθώς και του Δημ. Πίττα, που «την συνέστησαν, την διετήρησαν και την προήγαγον. […] Οι δυο πρώτοι υπέστησαν τας περισσοτέρας υλικάς θυσίας ‒δεκάδας χιλιάδας λιρών‒ [και] ο τρίτος, ο κ. Δ. Πίττας, παρέσχεν, εις την υπόθεσιν της Σχολής, όλη του την θέρμην», αναλαμβάνοντας επί της ουσίας τα καθήκοντα του εφόρου της σχολής. Η σχολή, μέσα σε λίγα χρόνια και χάρη στους Χιώτες πλοιοκτήτες, που είχαν προσφέρει σχεδόν £40.000 για τη λειτουργία της, θα έχει αποκτήσει το δικό της ιδιόκτητο κτίριο και το δικό της μηχανουργείο, όπου οι σπουδαστές της αποκτούσαν πλήρη κατάρτιση, τόσο θεωρητική όσο και πρακτική. Έχει ενδιαφέρον επίσης το ότι τα μηχανουργεία που τότε λειτουργούσαν στη Χίο δέχτηκαν και αυτά να ενισχύσουν με τη σειρά τους το έργο της νεοϊδρυθείσας σχολής, υποδεχόμενα τους μαθητές της για πρακτική εξάσκηση, έτσι ώστε «άριστα προπαρασκευαζόμενοι [να] εισέρχωνται ως δόκιμοι εις τα μηχανοστάσια των πλοίων» μετά το πέρας των σπουδών τους. Μάλιστα, οι πρώτοι 21 σπουδαστές της σχολής μηχανικών της Χίου θα αποφοιτήσουν τον Ιούλιο του 1959.

Όμως, τα έξοδα της σχολής ήταν υψηλά και κρίθηκε απαραίτητο από τους χορηγούς της να ζητηθεί ενίσχυση τόσο από το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης, στο οποίο για χρόνια πολλά κατέβαλαν αδιάλειπτα την εισφορά τους οι Χιώτες εφοπλιστές, όσο και από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που είχε αναλάβει εν τω μεταξύ την ευθύνη του τομέα της τεχνικής εκπαίδευσης στην χώρα. Ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Βογιατζής θα ανταποκριθεί θετικά στην κρούση των χορηγών της σχολής μηχανικών της Χίου, αποφασίζοντας την αξιοποίηση πόρων του Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της σχολής. Άλλωστε, με τον ελληνόκτητο στόλο να μεγεθύνεται συνεχώς, ήταν πλέον ευρέως αποδεκτό πως από μόνη της η σχολή μηχανικών του Ασπροπύργου ή οι λειτουργούσες νυχτερινές σχολές μηχανικών και τα φροντιστήρια δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν στην αυξανόμενη ζήτηση για καλώς καταρτισμένους μηχανικούς. Από την άλλη, η σχολή της Χίου ήταν παρούσα και είχε τη δυνατότητα να στηρίξει την προσπάθεια ενίσχυσης της ελληνικής ναυτιλίας. Το ικανό διδακτικό της προσωπικό το αντλούσε τόσο από τους δασκάλους της Μέσης Εκπαίδευσης, που υπηρετούσαν στο νησί, όσο και από τους καθηγητές της Εμπορικής Σχολής της Χίου, η οποία λειτουργούσε από τα κληροδοτήματα του Ανδρέα Συγγρού και του Ζωρζή Μηχαλινού και η οποία για πολλά χρόνια κατάρτιζε τα στελέχη των ναυτιλιακών γραφείων των Χίων σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη.

Τον Δεκέμβριο του 1960 τα Ναυτικά Χρονικά σε άρθρο τους θα ζητήσουν είτε να επιχορηγηθεί η λειτουργία της σχολής με πόρους από το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης είτε «να περιέλθη εις το Δημόσιον η ευθύνη της λειτουργίας της, καθισταμένη δημοσία, όπως αι σχολαί Ασπροπύργου». Ήταν η πρώτη φορά που γινόταν και επίσημα λόγος για την ανάγκη να καταστεί η σχολή μηχανικών Χίου δημόσια. Η πίεση προς το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ήταν πλέον μεγάλη, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι του 1961 το Συμβούλιο Ναυτικής Εκπαίδευσης να γνωμοδοτήσει υπέρ της ανάγκης μετατροπής της ήδη λειτουργούσας σχολής μηχανικών της Χίου σε Δημοσία Σχολή Μηχανικών Χίου. Με βάση τους υπολογισμούς του ΥΕΝ, οι ετήσιες δαπάνες της σχολής θα άγγιζαν τις 700.000 δρχ. και αποφασίστηκε οι 440.000 δρχ. να βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό και οι 260.000 να προέλθουν από τους πόρους του Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης. Απέμενε για τη μετατροπή της σχολής η τυπική κυβερνητική έγκριση, η οποία εν τέλει θα έλθει μέσω της ΠΥΣ 16/1961.

Παρά την απόφαση βέβαια για μετατροπή της σχολής της Χίου σε δημόσια, κατά το πρότυπο της σχολής μηχανικών του Ασπροπύργου, αυτό δεν θα σημάνει και την απόσυρση του ενδιαφέροντος των Αντώνη και Δημητρίου Χανδρή και του Ιωάννη Κ. Καρρά για το μέλλον της. Άλλωστε, αν δεν δήλωναν οι ίδιοι πως θα συνέχιζαν να στηρίζουν οικονομικά τη σχολή, ίσως η απόφαση για μετατροπή της σε δημόσια να μη λαμβανόταν. Έτσι, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο του 1961 το ΥΕΝ θα ανακοινώσει πως οι αδελφοί Χανδρή και ο Ι. Κ. Καρράς αναλαμβάνουν με δικά τους έξοδα την ανέγερση του κτιρίου που θα φιλοξενήσει τη δημόσια, πια, σχολή μηχανικών της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Τα Ναυτικά Χρονικά γράφουν στο φύλλο της 1ης Οκτωβρίου 1961: «Επί κεντρικού οικοπέδου […] πρόκειται άνετον, πληρούν όλας τας ανάγκας, να ανεγερθή το κτίριον. Τα σχέδια εν καιρώ θα καταρτισθούν και αι εργασίαι δεν θα χρονίσουν. Θα πρόκειται περί ιδιωτικής κατασκευής. Ο νόμος περί δημοσίου λογιστικού με τας γνωστάς καθυστερήσεις και τας άλλας αμαρτίας του δεν θα έχη θέσιν». Με την ολοκλήρωση των έργων του νέου κτιρίου, το οποίο θα κατασκευαζόταν σε οικόπεδο παραχωρημένο από τον Δήμο της Χίου προς τον Χιακό Ναυτικό Σύνδεσμο, θα γινόταν και η μετατροπή της σχολής σε δημόσια.

Η απόφαση για χρηματοδότηση της σχολής μηχανικών Χίου με κρατικά κεφάλαια αλλά και πόρους από το ΚΝΕ θα πρέπει να θεωρηθεί μια εν πολλοίς αναμενόμενη εξέλιξη και μια ηθική υποχρέωση του ελληνικού κράτους απέναντι στη ναυτομάνα Χίο. Άλλωστε, εκείνη την εποχή προκαλούσε αλγεινή εντύπωση στους κόλπους της χιώτικης ναυτικής οικογένειας το γεγονός πως, αν και κάθε χρόνο τα χιώτικα πλοία εισέφεραν στο Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαίδευσης σχεδόν 25.000 λίρες Αγγλίας, εντούτοις ούτε μία λίρα από τις εισφορές τους δεν κατευθυνόταν προς τη σχολή μηχανικών του ίδιου τους του νησιού, το οποίο αποτελούσε τον μεγαλύτερο πλέον ναυτότοπο όλης της Ελλάδας και έναν από τους μεγαλύτερους της Μεσογείου.

Η παραχώρηση του οικοπέδου, όπου θα ανεγειρόταν η σχολή μηχανικών, εγκρίθηκε και τυπικά τον Απρίλιο του 1962 από τον Δήμο Χίου. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια του κτιρίου της Δημοσίας Σχολής Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού εκπονήθηκαν από τον μηχανικό του ΝΑΤ Δημ. Κατσουράκη και τέθηκαν προς έλεγχο και έγκριση στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΕΝ, καθώς και στους δωρητές. «Μετά την έγκρισιν των σχεδίων θα επακολουθήση με γοργόν ρυθμόν η ανέγερσις του κτιρίου, ώστε να καταστή δυνατή η λειτουργία της Σχολής εντός του προσεχούς σχολικού έτους».

Αν και τα έργα για την κατασκευή του κτιρίου αναμενόταν να ξεκινήσουν τον Απρίλιο του 1963, εντούτοις τα εμπόδια που έθετε το Υπουργείο Πρόνοιας, που διεκδικούσε την κυριότητα του παραχωρημένου από τον Δήμο Χίου για ίδρυση της σχολής μηχανικών οικοπέδου, θα καθυστερήσουν την έναρξη των έργων για σχεδόν ένα πεντάμηνο. Εν τέλει, στις 19 Αυγούστου 1963 «πανηγυρικήν προσέλαβεν όψιν η Χίος διά να εορτάση […] την τελετήν της θεμελιώσεως των κτιριακών εγκαταστάσεων της Σχολής Μηχανικών Ε.Ν.». Τον θεμέλιο λίθο τοποθέτησε η Ευγενία Ι. Χανδρή, η «καλομάνα κορυφαίων ηγετών της Ναυτιλίας μας», όπως την είχε αποκαλέσει ο Ανδρέας Λαιμός.

Η σχολή είχε προβλεφθεί να ξεκινήσει τη λειτουργία της υποδεχόμενη τους πρώτους σπουδαστές της το 1964, με τον αριθμό αυτών να ανέρχεται σε σαράντα. Ωστόσο, και πάλι, παρά τις προβλέψεις, τα έργα ανέγερσης θα κρατήσουν σχεδόν δύο έτη και μόλις στις 29 Αυγούστου 1965 ο Ναυτικός Σύνδεσμος Χίου θα οργανώσει τελετή για την παράδοση στο ΥΕΝ των νέων κτιριακών εγκαταστάσεων της Δημοσίας Σχολής Μηχανικών ΕΝ Χίου. Εντός του 1965 ξεκίνησε η λειτουργία της, ενώ οι πρώτοι σπουδαστές της αποφοίτησαν το 1968. Στο νέο διώροφο κτίριο της Δημοσίας Σχολής Εμπορικού Ναυτικού της Χίου στεγάστηκαν αρχικά οι αίθουσες διδασκαλίας, τα εργαστήρια, το εστιατόριο και η διοίκηση της σχολής, ενώ για τον κοιτωνισμό των σπουδαστών που δεν προέρχονταν από τη Χίο είχαν εξασφαλιστεί με μέριμνα της διοίκησης ιδιωτικές οικίες στην πόλη της Χίου. Ωστόσο, καθώς οι ανάγκες της σχολής αυξάνονταν, τη δεκαετία του 1970 αποφασίζεται η επέκταση των αρχικών κτιριακών εγκαταστάσεων, με στόχο τη δημιουργία νέων χώρων ενδιαίτησης, έτσι ώστε να εφαρμοστεί και στη σχολή μηχανικών Χίου το σύστημα που ίσχυε και στις άλλες σχολές, αυτό των εσωτερικών σπουδαστών.

Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί πως η σχολή αντιμετώπισε επιτυχώς μία ακόμα πρόκληση: την ικανοποιητική άσκηση των σπουδαστών της σε μηχανουργεία. Όπως έγραφαν τα Ναυτικά Χρονικά τον Ιανουάριο του 1977, «εις την Χίον η λύσις επετεύχθη διά της συγκροτήσεως εντός της Σχολής αξιολόγου μηχανουργικού εργαστηρίου προς πρακτικήν εκπαίδευσιν, συμπληρουμένην διά της προσφοράς των εντοπίων βιομηχανικών εγκαταστάσεων». Τέλος, να σημειωθεί πως από το 1965 που ξεκίνησε η λειτουργία της Δημοσίας Σχολής της Χίου και έως τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του 1970 είχαν αποφοιτήσει περισσότεροι από 300 αξιωματικοί μηχανικοί.

Κατά τα εγκαίνια της δημόσιας σχολής μηχανικών της Χίου ο Δημήτρης Χανδρής έλαβε τον λόγο και τόνισε: «Πιστεύομεν εις τα τεράστια οικονομικά, κοινωνικά και εκπολιτιστικά οφέλη που προσφέρει εις την πατρίδα μας η ναυτιλία και πιστεύομεν ακραδάντως ότι μόνον διά του καταλλήλου ειδικευμένου εμψύχου δυναμικού δύναται να προοδεύση, να αναπτυχθή και να μεγαλουργήση. Διανύομεν εποχήν τεραστίας τεχνικής εξελίξεως. Η διατήρησις της επιλέκτου θέσεως, ην κατέχη διεθνώς η ναυτιλία μας, και η περαιτέρω πρόοδος αυτής, είναι συνδεδεμένη με την ύπαρξιν αρτίως κατηρτισμένων μηχανικών. Αυτήν την βασικήν ανάγκην είμεθα βέβαιοι ότι θα εξυπηρετήση η νέα Δημοσία Σχολή». Μια νέα εποχή για τη Χίο και τη ναυτιλία της, αλλά και εν γένει για την ελληνική ναυτιλία, ξεκινούσε με την ίδρυση της σχολής μηχανικών του νησιού. Οι νέοι της Χίου αποκτούσαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν μηχανικοί σε μια σχολή που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την αντίστοιχη δημόσια σχολή μηχανικών του Ασπροπύργου, και μάλιστα να σπουδάσουν στον ίδιο τους τον τόπο, που τη δεκαετία του 1960 είχε πλέον αναδειχτεί στον κύριο ναυτότοπο της Ελλάδας, ή καλύτερα στη ναυτομάνα νήσο των ελληνικών θαλασσών. Όμως, η περίπτωση της ίδρυσης της σχολής της Χίου παραμένει και ένα απτό παράδειγμα των θετικών συνεπειών της αγαθοεργού δράσης και προσφοράς των Ελλήνων πλοιοκτητών, και δη των Χιωτών πλοιοκτητών, οι οποίοι χωρίς φειδώ αξιοποίησαν τα κεφάλαιά τους επενδύοντας στο εργασιακό μέλλον και στην προκοπή των νέων του νησιού για να στηρίξουν σε «ασφαλή χέρια» τα πλοία των στόλων τους, αλλά και γιατί γνώριζαν πως το ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα είχε την ανάγκη ενός καλώς καταρτισμένου έμψυχου δυναμικού για να στηριχτεί και να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Συμβολή της Ναυτιλιακής Εκπαίδευσης- Εβδομήντα Χρόνια από την Ιδέα Σύστασης Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης», Gratia Εκδοτική, Αθήνα 2017, σελ. 129