Ο όρος dry docking (δεξαμενισμός) αναφέρεται σε μια καθιερωμένη και κρίσιμη διαδικασία που ακολουθείται από τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις για τη συντήρηση και την επισκευή των πλοίων τους. Όπως ακριβώς ένα αυτοκίνητο υποβάλλεται περιοδικά σε τεχνικό έλεγχο και σέρβις, έτσι και ένα πλοίο οδηγείται σε dry docking, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο ενός ναυπηγείου, προκειμένου να πραγματοποιηθούν εργασίες που δεν μπορούν να εκτελεστούν όταν το πλοίο βρίσκεται εν πλω.
Κύριος σκοπός του dry docking είναι ο καθαρισμός, η επιθεώρηση και η επισκευή των υφάλων του πλοίου, δηλαδή των τμημάτων που βρίσκονται συνεχώς κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια του dry docking πραγματοποιούνται οι ακόλουθες εργασίες:
- Καθαρισμός, επιθεώρηση και επισκευή του κύτους.
- Βάψιμο του πλοίου με αντιδιαβρωτικά και αντιρρυπαντικά χρώματα.
- Καθαρισμός και επιθεώρηση δεξαμενών (καυσίμων, έρματος, λυμάτων κ.λπ.).
- Έλεγχος σημαντικών εξαρτημάτων, όπως βαλβίδες θαλάσσιας αναρρόφησης, έδρανα άξονα έλικα, συστήματα πλοήγησης και αλυσίδα άγκυρας.
Η διαδικασία του dry docking πραγματοποιείται σε τακτική βάση, σύμφωνα με τις προβλέψεις των διεθνών κανονισμών και τις απαιτήσεις των νηογνωμόνων, συνήθως κάθε πέντε χρόνια κατά τη διάρκεια της ειδικής επιθεώρησης (special survey). Ένα πλοίο μπορεί επίσης να οδηγηθεί σε dry docking εάν έχει εμπλακεί σε σύγκρουση, εάν έχει προσαράξει ή εάν πρόκειται να πωληθεί.
Σε κάθε περίπτωση, μέσω της διαδικασίας του dry docking, διασφαλίζεται ότι το πλοίο παραμένει:
- Ασφαλές για το πλήρωμα και την εκτέλεση θαλάσσιων μεταφορών.
- Αξιόπιστο και τεχνικά επαρκές.
- Ενεργειακά αποδοτικό.
- Σύμφωνο με τις απαιτήσεις του κράτους σημαίας.
Πηγή: Clarksons