Οι ναυπηγικές αγορές δεν παράγουν υπηρεσίες, όπως οι ναυλαγορές, αλλά μεγάλης αξίας κεφαλαιουχικά περιουσιακά στοιχεία. Ουσιαστικά πρόκειται για μια καθαρά βιομηχανική δραστηριότητα, στην οποία το κόστος κατασκευής των πλοίων διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο.
Κάθε ναυπηγείο διατηρεί σαφή εικόνα του κόστους κατασκευής για κάθε τύπο και μέγεθος πλοίου, η οποία είναι πολύ σαφέστερη από εκείνη που έχει ο μελλοντικός ιδιοκτήτης του πλοίου. Ωστόσο, η διαμόρφωση της τελικής τιμής συχνά σχετίζεται περισσότερο με τις εκτιμήσεις του ναυπηγείου σχετικά με τις εναλλακτικές επιλογές του πλοιοκτήτη όσον αφορά την τοποθέτηση παραγγελίας σε άλλα ναυπηγεία.
Με δεδομένες τις προδιαγραφές του προς ναυπήγηση πλοίου, οι τρεις βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν την τελική επιλογή του πλοιοκτήτη είναι οι εξής:
- Τιμή
- Ημερομηνία παράδοσης
- Ύπαρξη και όροι χρηματοδότησης από την τράπεζα ή το ναυπηγείο (αν ισχύει κάτι τέτοιο)
Ο μεγαλύτερος «φόβος» ενός ναυπηγείου είναι η έλλειψη παραγγελιών. Βέβαια, το βιβλίο παραγγελιών κάθε ναυπηγείου κινείται ανάλογα με τους κύκλους της ναυλαγοράς, με κάποια χρονική υστέρηση. Δεδομένης της παραγωγικής του ικανότητας, κάθε ναυπηγείο καθορίζει την τιμολογιακή πολιτική του ώστε να εξασφαλίζεται επαρκή εργασία για την απασχόληση των εγκαταστάσεων και του ανθρώπινου δυναμικού του, αλλά και να επιτυγχάνεται επαρκής κερδοφορία.
Η αυξημένη παραγωγικότητα ενός ναυπηγείου συνεπάγεται –ceteris paribus– ότι όχι μόνο κατασκευάζει περισσότερα πλοία στη μονάδα του χρόνου, αλλά βελτιώνει ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητά του, προσφέροντας ημερομηνίες παράδοσης εγγύτερα και χαμηλότερο κόστος.
* Οι πληροφορίες για το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν από το βιβλίο «Ναυτιλιακή Θεωρία & Επιχειρηματικότητα στην Εποχή της Ποιότητας», των Άλκη Ι. Ε. Κορρέ και Γιάννη Ν. Θανόπουλου (Εκδοτικός Οίκος INTERBOOKS, σελ. 27).