Τα τελευταία χρόνια, η θαλάσσια μεταφορά LNG έχει γνωρίσει ραγδαία ανάπτυξη, με τα LNG carriers να εξελίσσονται σε κρίσιμους κρίκους της παγκόσμιας ενεργειακής αλυσίδας εφοδιασμού. Ωστόσο, παρά την τεχνολογική πρόοδο, η θαλάσσια μεταφορά LNG εξακολουθεί να αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία, η οποία συνεπάγεται ορισμένες σημαντικές τεχνικές προκλήσεις.
Ένα από τα κύρια ζητήματα αφορά την παρουσία των λεγόμενων «LNG heavies», δηλαδή βαρέων υδρογονανθράκων που ενδέχεται να προκαλέσουν λειτουργικά προβλήματα κατά τη φόρτωση, τη μεταφορά και την εκφόρτωση των φορτίων LNG. Ειδικότερα, αν και το LNG αποτελείται κυρίως από μεθάνιο, περιέχει επίσης μικρές ποσότητες άλλων υδρογονανθράκων, όπως αιθάνιο, προπάνιο και βουτάνιο. Οι εν λόγω βαρύτεροι υδρογονάνθρακες έχουν υψηλότερο σημείο πήξης και είναι δυνατόν να στερεοποιηθούν στις εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες μεταφοράς του LNG (περίπου -162°C).
Συνεπώς, η συσσώρευση «LNG heavies» στο μεταφερόμενο φορτίο ενδέχεται να οδηγήσει σε φράξιμο αγωγών, αντλιών και φίλτρων του πλοίου. Για την πρόληψη τέτοιων λειτουργικών ζητημάτων είναι απαραίτητη η τακτική επιθεώρηση των μηχανημάτων του πλοίου, προκειμένου να εντοπίζεται εγκαίρως πιθανή είσοδος υγρασίας, που ίσως να επιδεινώσει το πρόβλημα. Εφόσον αποκλειστεί η πιθανότητα εισόδου υγρασίας, συνιστάται η συλλογή δειγμάτων από το φορτίο, ώστε να πραγματοποιηθούν δοκιμές που μπορούν να ανιχνεύσουν ακόμα και μικρές συγκεντρώσεις βαρέων υδρογονανθράκων.
Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία των «LNG heavies» μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές καθυστερήσεις, αυξημένο κόστος και νομικές διαφορές μεταξύ πλοιοκτητών και ναυλωτών.
Πηγή: UK P&I Club