EMTER: Τα σημαντικότερα ευρήματα της πρώτης ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής έκθεσης θαλάσσιων μεταφορών

0

Του Καπτ. Γεώργιου Γεωργούλη

Δημοσιεύτηκε η πρώτη ευρωπαϊκή περιβαλλοντική έκθεση θαλάσσιων μεταφορών (European Maritime Transport Environmental Report – EMTER). Αυτή η έκθεση είναι το αποτέλεσμα της κοινής προσπάθειας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (European Environment Agency – EEA) και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ασφάλειας στη Θάλασσα (European Maritime Safety Agency – EMSA) σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η έκθεση EMTER παρέχει την ανάλυση των περιβαλλοντικών πιέσεων που ασκεί ο τομέας των θαλάσσιων μεταφορών καθώς και ενημερωμένες πληροφορίες σχετικά με τα ευρωπαϊκά και διεθνή περιβαλλοντικά πρότυπα. Επιπλέον, περιγράφει τρέχουσες και μελλοντικές δράσεις για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της ναυτιλιακής βιομηχανίας.

Οι θαλάσσιες μεταφορές αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο του παγκόσμιου εμπορίου και της οικονομίας. Στην ΕΕ μέσω των αυτών πραγματοποιείται το 77% του εμπορίου από τρίτες χώρες και το 35% του ενδοκοινοτικού εμπορίου. Είναι επίσης σημαντική πηγή απασχόλησης και αποφέρει σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη στην ΕΕ.

Συγχρόνως όμως έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία των πολιτών της ΕΕ. Παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, οι θαλάσσιες μεταφορές εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις στο περιβάλλον, μεταξύ άλλων και μέσω εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Ο τομέας παράγει το 13,5% όλων των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από το σύνολο των μεταφορών, ευρισκόμενος λίγο πίσω από την αεροπορία (14,4%) και ξεκάθαρα πολύ πιο πίσω από τις οδικές μεταφορές (71%).

Οι εκπομπές αερίων από τα πλοία μπορεί επίσης να είναι επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία, με τη δυνατότητα να επηρεάσουν σχεδόν το 40% των Ευρωπαίων που ζουν σε απόσταση 50 χλμ. από τη θάλασσα. Οι εκπομπές από τον τομέα συμβάλλουν στην αλλοίωση του νερού και στις αλλαγές στα επίπεδα θρεπτικών συστατικών και οξυγόνου στο θαλάσσιο περιβάλλον.

Ως αποτέλεσμα διαφόρων διαδικασιών καύσης και μετασχηματισμού ενέργειας στο πλοίο, κυρίως για την πρόωση και την παραγωγή ενέργειας, τα πλοία εκπέμπουν διάφορους ατμοσφαιρικούς ρύπους στην ατμόσφαιρα. Οι κυριότεροι είναι οξείδια του θείου (SOx), οξείδια του αζώτου (NOx), σωματίδια (PM) και το μονοξείδιο του άνθρακα (CO). Αυτές οι εκπομπές που προκαλούνται από πλοία ενδέχεται ορισμένες φορές να είναι σημαντικές σε περιοχές με έντονη θαλάσσια κυκλοφορία και μπορούν επίσης να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις.

Το 2018, το ποσοστό των εκπομπών από τον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, συμπεριλαμβανομένης της διεθνούς, εγχώριας και εσωτερικής ναυσιπλοΐας, αντιπροσώπευε 24% για ΝΟx, 24% για SOx και 9% ΡΜ.

Επιπλέον, τα πλοία δημιουργούν υποβρύχιο θόρυβο. Αυτός ο θόρυβος είναι δυνατόν να συμβάλει στην απώλεια ακοής στα θαλάσσια είδη, στη μείωση της επικοινωνίας μεταξύ των θαλάσσιων θηλαστικών, στην πιθανή αύξηση των επιπέδων άγχους και σε διάφορες αλλαγές στη συμπεριφορά. Οι μετρήσεις τα τελευταία πενήντα χρόνια έδειξαν ότι ο θόρυβος στους ωκεανούς αυξάνεται ραγδαία και υπάρχουν επίσης τεκμηριωμένα επιστημονικά στοιχεία που συνδέουν την έκθεση στον θόρυβο με μια σειρά επιβλαβών επιδράσεων στα θαλάσσια θηλαστικά, στις θαλάσσιες χελώνες, στα ψάρια και στα ασπόνδυλα.

Οι θαλάσσιες μεταφορές αντιπροσωπεύουν επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό εισαγωγής μη αυτόχθονων και επιθετικών ειδών σε θάλασσες σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι οργανισμοί μεταφέρονται κυρίως μέσω νερού έρματος των πλοίων (έως 25,5%) και οργανισμών στα ύφαλα των πλοίων (έως 21,2%). Μόλις εγκατασταθούν σε έναν νέο βιότοπο, τα μη αυτόχθονα είδη μπορεί να έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις στα τοπικά οικοσυστήματα.

Επιπλέον, ο τομέας των θαλάσσιων μεταφορών μπορεί να αποτελέσει πηγή δημιουργίας θαλάσσιων απορριμμάτων, με το κενό στην παράδοση σε υποδοχές ξηράς στα σκουπίδια που παράγονται να ανέρχεται μεταξύ 7 % και 34 % επί του συνόλου των σκουπιδιών που δημιουργούνται στο πλοίο.

Η ρύπανση από πετρέλαιο είναι μία από τις πιο επικίνδυνες πηγές θαλάσσιας ρύπανσης, καθώς είναι δύσκολη η αποκατάσταση και μπορεί να διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ρύπανση από πετρέλαιο μπορεί να προέρχεται από σκόπιμες επιχειρησιακές απορρίψεις, από αμέλεια, όπως κακή συντήρηση εξοπλισμού, ή από συνέπειες ατυχήματος ή συμβάντος, όπως η σύγκρουση, η προσάραξη και η ρήξη αγωγού από θαλάσσιες εγκαταστάσεις. Τα περιστατικά ρύπανσης στα ευρωπαϊκά ύδατα έχουν μειωθεί δραστικά την τελευταία δεκαετία. Σε σύνολο 44 μεσαίων περιστατικών ρύπανσης (7-700 τόνοι) που συνέβησαν παγκοσμίως το 2019, μόνο πέντε αφορούσαν ευρωπαϊκά ύδατα, ενώ σε σύνολο 18 μεγάλων περιστατικών ρύπανσης (>700 τόνων) μόνο τρία συνέβησαν σε ευρωπαϊκά ύδατα.

Η έκθεση καταλήγει ότι η ΕΕ πρόκειται να αντιμετωπίσει μια κρίσιμη δεκαετία, κατά την οποία χρειάζεται να διαχειριστεί τη μετάβαση σε πιο οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντικά βιώσιμη ναυτιλιακή βιομηχανία. Η εφαρμογή των στόχων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, μαζί με τη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα του 2030, τη στρατηγική αειφόρου και έξυπνης μετακίνησης, αναπόφευκτα κινούνται προς τη μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου.

Επιπλέον, η προώθηση των θαλάσσιων μεταφορών μικρών αποστάσεων (short sea shipping) ως εναλλακτική λύση στις οδικές μεταφορές θα μπορούσε να μειώσει περαιτέρω τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Παράλληλα, τα λιμάνια πρέπει να προετοιμαστούν για τις πιθανές συνέπειες της αύξησης της στάθμης της θάλασσας ή των ακραίων καιρικών φαινομένων, γεγονότα που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή. Διεθνώς, ένα βασικό θέμα  συζήτησης είναι οι νέες διαδρομές που ενδέχεται να ανοίξουν ως αποτέλεσμα της τήξης των πάγων στον Αρκτικό Ωκεανό, στην οποία περίπτωση η ΕΕ πρέπει να διασφαλίσει ότι οι νέες διαδρομές δεν αποτελούν απειλή για τα οικοσυστήματα της Αρκτικής.

Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Οκτωβρίου 2021 των Ναυτικών Χρονικών

Φωτό: Olga Subach/Unsplash