Γυναίκες εν πλω – Βασιλική-Μάγια Μπουμπάκη

0

Ονομάζομαι Βασιλική–Μάγια Μπουμπάκη και είμαι Γ΄ Μηχανικός, απόφοιτη της ΑΕΝ Ασπροπύργου.
 
Πια, ως μητέρα και σύζυγος έχω απομακρυνθεί από την θάλασσα, αλλά το μυαλό μου γυρνάει διαρκώς σε αυτήν. Με την πρώτη ευκαιρία αναπολώ τις στιγμές που βρισκόμουν και εγώ στην θάλασσα, με τα καλά και τα άσχημά της, με τα δύσκολα και τα εύκολα, με τα «θηρία» που είχα να αντιμετωπίσω σαν γυναίκα Μηχανικός που ήμουν.
 
Τελειώνοντας τη Σχολή μου το 2008 προσπάθησα πολύ για να τα καταφέρω και να αποδείξω πρώτα στον εαυτό μου και μετά σε όλους τους άλλους, ότι τελικά μπορώ να ορθοποδήσω σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα. Είναι σίγουρο ότι μπορούμε και εμείς οι γυναίκες να τα καταφέρουμε στην θάλασσα. Όμως, όχι για πολύ, γιατί έρχεται κάποια στιγμή που η μητρότητα «κερδίζει» όλες τις θάλασσες και όλους τους ωκεανούς του κόσμου.
Θυμάμαι, ήταν Ιούλιος του 2011 όταν ξεκίνησα ένα ταξίδι που επρόκειτο να έχει έναν πολύ διαφορετικό προορισμό γεμάτο πόνο, οργή, θλίψη. Ένα ταξίδι που την ιστορία του θα ήθελα να την διηγηθώ στον γιο μου κάποια στιγμή.
 
Το φορτίο που θα μεταφέραμε εκείνη την φορά δεν ήταν άδειες νταλίκες και φορτηγά, αλλά ετοιμοθάνατοι Λίβυοι, που είχαν πολεμήσει εναντίον του Καντάφι.
 
Το κατάστρωμα του πλοίου είχε γεμίσει με σκηνές και πρόχειρα νοσοκομειακά κρεββάτια, με ορούς αλλά και ασθενοφόρα. Αφετηρία μας ήταν η Λιβύη, πότε από το λιμάνι της Βεγγάζης και πότε από αυτό της Μιζουράτα. Από εκεί φορτώναμε ετοιμοθάνατους άνδρες, γυναίκες και παιδιά για να τους μεταφέρουμε σε νοσοκομεία της Τυνησίας και συγκεκριμένα στο λιμάνι της πρωτεύουσας της χώρας, Τύνιδα.
 
Ο θάνατος κυριαρχούσε σε αυτό το ταξίδι, που κράτησε για 42 ολόκληρες ημέρες. Οι φωνές όσων ανθρώπων μεταφέραμε στο πλοίο ακόμη ηχούν στα αυτιά μου. Τον πραγματικό πόνο τον έβλεπα μέρα και νύχτα. Παιδιά ακρωτηριασμένα, νέοι να χαροπαλεύουν και οι ηλικιωμένοι να προσεύχονται στον Αλάχ για να τους βοηθήσει.
 
Δεν θα ξεχάσω τα λόγια του Καπετάνιου όταν με πήρε τηλέφωνο στην βάρδια μου στο μηχανοστάσιο και μου είπε «Άνοιξε βήμα όσο μπορείς, ένα παιδί χαροπαλεύει, να το προλάβουμε!». Έκανα ό,τι μπορούσα. Άνοιξαν όσο μπορούσαν οι μηχανές, αλλά μάταια. Έπειτα από καμιά ώρα, χτυπάει και πάλι το τηλέφωνο. «Κόψε» μου λέει αυτήν την φορά ο Καπετάνιος «δεν χρειάζεται, δεν τα κατάφερε…».
 
Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα λες και έχασα κάποιον δικό μου άνθρωπο. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου και τα πόδια μου έτρεμαν. Παρακαλούσα τον «δικό» μας θεό να κάνει κάτι, να σταματήσει όλη αυτήν την δυστυχία, όλον αυτόν τον πόνο.
 
Δυστυχώς, όμως, όπου και να πήγαινα, ό,τι και να έκανα δε μπορούσα να ξεφύγω από τις άσχημες εικόνες του πολέμου. Τη νύχτα όταν τελείωνα την βάρδια και ανέβαινα στην καμπίνα μου, η νύχτα γινόταν μέρα, καθώς από τις εκρήξεις κοκκίνιζε ο ουρανός. Όταν ξάπλωνα και έκλεινα τα μάτια μου ήταν από τις στιγμές, που η κούραση της δουλειάς δεν υπήρχε, είχε εξαφανιστεί μπροστά σε όλο αυτό που ζούσα.
 
Θυμάμαι ήταν μια εβδομάδα περίπου πριν ξεμπαρκάρω. Ένα κοριτσάκι, που μεταφέραμε, ηλικίας 6 χρονών, είχε χάσει και τα δύο του τα πόδια. Ο πατέρας της ζητούσε από το πλήρωμα με τα λίγα αγγλικά που γνώριζε να του δώσουμε ό,τι μπορεί ο καθένας για τη μικρή του. Ρούχα, φαγητό, μπισκότα, φρούτα. Ακόμη και κάτι λούτρινα που είχαν ξεμείνει στο βαπόρι και αυτά μαζεύτηκαν για το μικρό κορίτσι. Σαν μοναδική γυναίκα μέσα στο βαπόρι, της τα πήγαμε μαζί με τον Καπετάνιο και τον Α’ Μηχανικό. Όταν την αντίκρυσα η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι θα σπάσει. Έσφιγγα τα δόντια μου για να μην κλάψω. Έκλαιγε… Φώναζε… Της δώσαμε τη σακούλα με τα πράγματα. Προσπάθησε να χαμογελάσει, όμως, ο πόνος ήταν πιο δυνατός από την χαρά της.
Κάθε φορά που σκέφτομαι ή μιλάω για αυτό το ταξίδι νομίζω ότι θα ακούσω πάλι τις φωνές αυτών των δυστυχισμένων ανθρώπων, αυτού του κοριτσιού. Νομίζω ότι θα τους δω να υποφέρουν. Όμως, ο πόλεμος τέλειωσε, όπως και τα δικά μου ταξίδια στην θάλασσα.
 
Ωστόσο, ήταν από τα ταξίδια εκείνα, που όσα χρόνια και να περάσουν πάντα θα μείνει βαθιά χαραγμένο στο μυαλό μου και στην ψυχή μου.